Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεπιστημονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεπιστημονικός, -ή, -ό [andepistimonikós] (L)
  • being contrary to science, anti-scientific (syn αντιεπιστημονικός 1):
    • αντεπιστημονική μέθοδος anti-scientific method |
    • περιορισμός ~· γιατρός που πιστεύει στο ανίατο είναι ηττοπαθής και λιποτάκτης, φωνάζει ο Tσβάιγκ (Palaiologos) |
    • προστασία του ιχθυολογικού πλούτου από αντεπιστημονική και αντιοικονομικήν εκμετάλλευση των αλιευτικών πεδίων (Zappas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντεπιστημονικός, cpd w. AG ἐπιστημονικός; cf ἀντιεπιστημονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες