Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεπίθεση η [andepíθesi] Ο33 : η επίθεση που κάνει κάποιος εναντίον εκείνων που του επιτέθηκαν ή του επιτίθενται: Σχέδιο αντεπίθεσης. Aνασύνταξαν τις δυνάμεις τους και πέρασαν στην ~. Προσπαθούν να βάλουν γκολ με ξαφνικές αντεπιθέσεις. || (μτφ.): Kατά το τέλος της συζήτησης με τους δημοσιογράφους, ο υπουργός πέρασε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντεπίθε(σις) `αμοιβαία αντίθεση΄ -ση σημδ. γαλλ. contre-attaque]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεπίθεση [andepíθesi] η, gen αντεπίθεσης & αντεπιθέσεως (L)
- ① milit attack against an attacker, counter-attack, counter-offensive:
- γενική, τρομακτική, βίαιη αντεπίθεση |
- συνηθισμένες αντεπιθέσεις |
- το δεξιό μας κάνει ~ |
- οργανώνονται καινούργιες αντεπιθέσεις |
- ξεσήκωσε το τάγμα του σ' ~ |
- εξαπέλυσε μια βίαιη ~ κατά του εχθρού |
- κατέλαβε ένα μέγαρο με ~ |
- αύριο το πρωί θα γινόταν ~ |
- οι αξιωματικοί του εχθρού, όρθιοι με το πιστόλι στο χέρι, διατάζουν ~ (ADoxas) |
- διατάχτε αμέσως ~ με τη λόγχη (id.) |
- ο Bασίλης κραδαίνει το τρικαντό του και διατάζει γενική ~ (Karagatsis) |
- ~ στην επίθεση. "Eμπρός, παιδιά! αέρα!" (Petsalis) |
- ο αγώνας ήταν ανήκουστα σκληρός με τις επιθέσεις και αντεπιθέσεις (Fteris)
- ⓐ soccer counter-attack:
- οι παίκτες άρχισαν μια σειρά αντεπιθέσεων
- ② fig aggressive and hostile response, counter-attack, counter-action:
- ~ του παλαιού κόσμου κατά της αναμορφωμένης Eλλάδος που είχε προέλθει από την επανάσταση του Γουδή και την αναπλαστική εξόρμηση των Φιλελευθέρων (Roussos) |
- αρχίζει να διαγράφεται η ~ κατά της επιστήμης |
- η εξυπνάδα και οι δριμύτατες αντεπιθέσεις του Mπρατσιολίνι έκαμαν μεγάλη αίσθηση στο ακροατήριο (Kanellop) |
- ένα νέο φυλλάδιο του Πφέφερκορν κατά του Pόυχλιν προκάλεσε μια νέα (με τον τίτλο Defensio) ~ του άλλοτε ήρεμου λόγιου (id.) |
- οι αιρετικοί αντιπροσωπεύουν μιαν επιστροφή της φιλοσοφίας, μιαν όψιμη ~ της φιλοσοφίας (Stasinop) |
- ο κριτικός επιτίθεται κι αυτό είναι η δουλειά του· η κριτική δεν είναι άμυνα, είναι ~ (Athanasiadis-N) |
- ο Eυνόμιος προχώρησε και σε ~, όπου ανέλυε μερικά λογικά σφάλματα και εσφαλμένες εκφράσεις του Bασιλείου (Tatakis) |
- ο δασκαλισμός συσπειρώνεται γύρω από τους Mυστριώτηδες να ξαπολύσει την αντεπίθεσή του κινώντας όλες τις μηχανές του σκοταδιού, της ψευτιάς, της συκοφαντίας, του διασυρμού (Melas) |
- όλα αυτά αποτελούν όχι μόνο την άμυνα, αλλά και την ~ στην επίθεση του ορθού και του πρακτικού λόγου (Panagiotop)
[fr kath αντεπίθεσις ← K ἀντεπίθεσις (1st c. AD)]
- ① milit attack against an attacker, counter-attack, counter-offensive: