Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεξετάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεξετάζω [andeksetázo] aor αντεξέτασα (L)
  • ① examine in turn
  • ② law cross-examine, confront

[fr kath αντεξετάζω ← K, PatrG ἀντεξετάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες