Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντενέργεια η [andenérjia] Ο27 : ενέργεια που γίνεται για να εξουδετερωθεί κάποια άλλη.
[λόγ. αντ(ι)- ενέργεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντενέργεια [andenéryia] η, (L)
- action in opposition to s.o., counter-action, countermove, countermeasure (syn αντίδραση, αντίμετρο, αντίπραξη):
- κατάστρωσε σχέδιο αντενεργειών |
- κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι συντρόφοι του (Makryg) |
- ανακάτωναν τ' ασκέρια κ' έκαναν χιλιάδες αντενέργειες (id.) |
- το είχαμε μυστικό από σένα να μη μας κάμεις αντενέργειαν και δεν θελήσεις να μας ακολουθήσεις (id.) |
- κάποια απρόβλεπτη φυσική ~ (Georgoulis) |
- εσταμάτησε ο θόρυβος του κόμματος και οι αντενέργειες (ChZalokostas) |
- οι πολιτειακοί παράγοντες θα εξωθούσαν το Bενιζέλο σε μια νέα επαναστατική ~ (Roussos) |
- συμβούλευε τον αρχηγό να μην είναι τόσο ενδοτικός στις αλλεπάλληλες αντενέργειες του βασιλέως και του περιβάλλοντός του (id.) |
- το περιεχόμενο που θέλει να εκδηλωθεί και η γλώσσα που πρέπει να δώσει μια μορφή, μια ύπαρξη στο περιεχόμενο .. Aυτή η ενέργεια και αυτή η ~, ενωμένες στο τέλος, φτιάνουν το ύφος (Seferis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντενέργεια, cpd w. MG ενέργεια]
- action in opposition to s.o., counter-action, countermove, countermeasure (syn αντίδραση, αντίμετρο, αντίπραξη):