Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεκδίκηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεκδίκηση η [andekδíkisi] Ο33 : η ενέργεια του αντεκδικούμαι, η ανταπόδοση εκδίκησης.

[λόγ. αντ(ι)- εκδίκη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεκδίκηση [andek∂ícisi] η, (& kath αντεκδίκησις) pl αντεκδικήσεις (L)
  • vengeance, revenge, reprisal, retaliation:
    • ζητούν ~ they call for revenge, seek vengeance |
    • μπορεί να σου ανταποδώσουν την ικανοποίηση της εκδίκησης με ~ |
    • καταδικάζουμε τις προσωπικές αντεκδικήσεις κι αυθαιρεσίες |
    • μια πενταετία (1769-74) γεμάτη εξεγέρσεις των Eλλήνων και φοβερές αντεκδικήσεις των Tούρκων (Vranousis) |
    • γι' ~ οι Γερμανοί κατάστρεψαν επτά γειτονικά χωριά και τουφέκισαν εβδομήντα αθώους (ChZalokostas) |
    • για να μη γίνουν αντεκδικήσεις οι Bρετανοί φέρανε τανκς και τα στρατοπέδεψαν στις πλατείες (id.) |
    • οι αντεκδικήσεις των δύο θρησκειών διεκδικούσαν τον ίδιο τόπο· μεγαλοψυχίες δεν είχαν (Papantoniou)
  • ⓐ internat. law means of a state to force another state into settling their difference(s), sanctions

[fr kath αντεκδίκησις (neol Koumanoudis), cpd w. kath εκδίκησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες