Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεισαγγελέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεισαγγελέας ο [andisangeléas] Ο21 θηλ. αντεισαγγελέας [andisange léas] & αντιεισαγγελέας ο [andiisangeléas] Ο21 θηλ. αντιεισαγγελέας [andiisange léas] : βαθμός δικαστικού λειτουργού που αναπληρώνει ή εκτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον εισαγγελέα· ~ Aρείου Πάγου / Εφετών / Πρωτοδικών.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισαγγελ(εύς) -έας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεισαγγελέας [andisaŋɟeléas] ο, (& kath αντεισαγγελεύς) (L) law
  • deputy or assistant public prosecutor (syn αναπληρωτής του εισαγγελέα):
    • τέως ~ του Aρείου Πάγου |
    • αντεισαγγελεύς στον Άρειο Πάγο

[fr kath (neol Koumanoudis) αντεισαγγελεύς, cpd w. εισαγγελεύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες