Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεθνικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεθνικός -ή -ό [andeθnikós] Ε1 : που στρέφεται εναντίον του έθνους και των συμφερόντων του: Aντεθνικές πράξεις / ιδέες. Aντεθνική προπαγάνδα.

[λόγ. αντ(ι)- + εθνικός μτφρδ. γαλλ. antinational]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεθνικός1 [andeθnikós] ο, (L)
  • person acting against the national interest, antinational or unpatriotic person (syn εθνικός, πατριώτης):
    • τις ιερές παρακαταθήκες τις είχαν καταλύσει οι καθαρευουσιάνοι· αυτοί κατά τον Ψυχάρη ήταν οι επαναστάτες, οι αντεθνικοί (Theotokas)

[substantiv. m of αντεθνικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεθνικός2, -ή, -ό [andeθnikós] (L)
  • against the national interest, antinational, unpatriotic (ant εθνικός, πατριωτικός):
    • αντεθνική απειλή, επιρροή, πολιτική, προγονοπληξία προπαγάνδα, στάση, σκευωρία, συμπεριφορά, συνομωσία |
    • αντεθνικές ενέργειες antinational activities |
    • καταστάσεις αντεθνικές και εκτός νόμου |
    • αντεθνικό έργο, πραξικόπημα |
    • αισθήματα αντεθνικά |
    • αντεθνικά διδάγματα |
    • τη χωροφυλακή ο Zέβγος θεωρεί αντεθνικό σώμα, εκτός νόμου (ChZalokostas) |
    • η αντιπολίτευση που θορυβείται χαρακτηρίζεται αντεθνική από τον εθνικόν αυτόν άντρα (Palaiologos) |
    • για ανθρώπους παλαιούς ο Kωστής Παλαμάς εξακολουθεί να είναι το σκοτεινό, ακατανόητο και αντεθνικό σύμβολο κάθε λογοτεχνικού φουτουρισμού και κάθε ανταρσίας (Theotokas)

[fr kath αντεθνικός (neol Koumanoudis), cpd of αντ(ι)- & kath εθνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες