Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντασφαλίζω [andasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : ασφαλίζω σε άλλον μέρος των υποχρεώσεων που ανέλαβα ως ασφαλιστής.
[λόγ. αντ(ι)- + ασφαλίζω μτφρδ. αγγλ. reinsure ή γαλλ. réassurer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντασφαλίζω [andasfalízo] (L)
- reinsure
[fr kath αντασφαλίζω (neol Koumanoudis), cpd w. ασφαλίζω]