Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταρτοπόλεμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταρτοπόλεμος ο [andartopólemos] Ο19 : 1.η τακτική που ακολουθούν οι αντάρτες· αντάρτικο, κλεφτοπόλεμος: Aσκήσεις ανταρτοπολέμου. 2. πόλεμος εναντίον ανταρτών.

[λόγ. αντάρτ(ης) -ο- + πόλεμος μτφρδ. αγγλ. guerilla war]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταρτοπόλεμος [andartopólemos] ο,
  • guerrilla warfare, partisan warfare:
    • η Kύπρος βρισκόταν σε ανταρτοπόλεμο κατά της βρετανικής κυριαρχίας (Christidis) |
    • αποβάλλοντας τον μανδύα του Διγενή, του θρυλικού ηγέτη του ανταρτοπολέμου της EOKA, ο Γρίβας έγινε για πάρα πολλούς Eλλαδίτες ο παλιός γνωστός τους αντιδραστικός ηγέτης (id.)

[cpd w. πόλεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες