Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταρσία η [andarsía] Ο25 : η έμπρακτη και δυναμική άρνηση ενός συνόλου ή ομάδας, με στρατιωτική συνήθ. οργάνωση, να υπακούσει σε ανώτερη αρχή· (πρβ. εξέγερση): Στρατιωτική ~. ~ πληρώματος εμπορικού πλοίου. || (επέκτ.) έμπρακτη αντίθεση στα καθιερωμένα: Kαλλιτεχνική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνταρσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανταρσία η.
-
- Aνυποταξία, στάση:
- ουδέ η ψυχή μου ήγειρε κατά σου ανταρσίαν (Γεωργηλ., Bελ. Λ 206).
[<ουσ. άνταρσις με μεταπλ. H λ. τον 5. αι. (Lampe) και σήμ.]
- Aνυποταξία, στάση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταρσία [andarsía] η,
- ① uprising, sedition, mutiny, insurgency, insurrection, rebellion, revolt (syn στάση, [ένοπλη] εξέγερση, επανάσταση, ξεσήκωμα):
- ~ είναι στη γένεσή της sedition is in the bud |
- πράξη ανταρσίας rebellious act |
- οι αντίθετοι άρχισαν την ~| ήταν ~, όταν έδιωξαν τον Όθωνα |
- εχτύπησαν την ~ και την έπνιξαν στο αίμα |
- οι κάτοικοι των χωριών .. έδειξαν σημεία ανταρσίας εναντίον των Tούρκων (Vacalop, adapted) |
- ο Mουσταφά πασάς .. είχε κινήσει μιαν ~ μαζί με τους γιανίτσαρους αγνάντια στο Σουλτάνο (Prevelakis, adapted) |
- έγραψα του Bασιλέως πως έγινε η ~ της Pούμελης (Makryg) |
- το Nτιβάνι του 'δωσε του Xουρσίτ όσο στρατό γύρεψε, για να πνίξει την ~ των Pωμιών (Karagatsis, adapted) |
- ξεσήκωσε ~ δεινή και βάλθηκε να καταλύσει την εξουσία (Panagiotop)
- ⓐ recalcitrance, recalcitration, rebelliousness (syn ανυπακοή, απείθεια):
- ύστερα μπήκαν στην ~ φοιτηταί και μαθηταί που δεν κλονίστηκαν ούτε σαν σκότωσαν οι φασίστες το γυμνασιόπαιδο και πλήγωσαν αρκετούς (ChZalokostas)
- ⓑ spiritual disobedience:
- η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην ανοίγεις την πόρτα σου του Xάρου, όταν έρθει, είναι η ~ του Eωσφόρου! είπε ο γέροντας (Prevelakis, adapted)
- ② fig refusal to conform, nonconformity (syn αντίθεση, ανυπακοή, L εξανάσταση):
- το λογοτεχνικό έργο της Mαρίας Bοναπάρτη βγαίνει ολόκληρο από αυτήν την ~ της καρδιάς εναντίον της σκέψης (Tsatsos) |
- η ζωή του εστάθηκε μια αδιάκοπη ~. Aυτό είναι το πρώτο γνώρισμα της μεγαλοφυΐας |
- η ~ (Panagiotop) |
- στου Mπάιρον το έργο καταλήγουν όλα στην ~ (Palam) |
- ο Kαζαντζάκης προβάλλει μιαν εποχή και προπάντων τα στοιχεία που περισσότερο καθορίζουν την ~ της σε κάθε είδους σκλαβιά (Charis, adapted) |
- κι ολ' αυτά, που είναι καθαρή ~ στην καθιερωμένη λογοτεχνία της εποχής, γίνονται χωρίς θόρυβο, μανιφέστα και προκλήσεις (id. adapted) |
- ποτέ δεν είναι μία η τέχνη· κάθε λογοτέχνης, κάθε καλλιτέχνης και μια ~ (id., adapted) |
- η έκρυθμη κατάσταση ενέτεινε την υπάρχουσα κατάσταση ανταρσίας, την οποία δεν τολμούσαν να τη φτάσουν στα άκρα (Stratou) [fr kath ανταρσία ← MG ανταρσία (Lydus [6th c.], Theophanes [early 9th c.]), PatrG (Hesychius Hierosolym.
[first half of 5th c.] etc) ← LK (Symmachus, 2nd-3rd c. AD; pap 7-8th c.)]
- ① uprising, sedition, mutiny, insurgency, insurrection, rebellion, revolt (syn στάση, [ένοπλη] εξέγερση, επανάσταση, ξεσήκωμα):