Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπόκριση
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπόκριση [andapókrisi] η, gen ανταπόκρισης & ανταποκρίσεως, pl ανταποκρίσεις (L)
  • ① rare correspondence (syn αλληλογραφία):
    • έχετε ~ με το φίλο σας που είναι στο εξωτερικό;
  • ② (positive) response, responsiveness, return (near-syn ανταπόδοση 1c):
    • η έκκλησή του δεν εύρε ~ there was no response to his appeal |
    • δεν εύρισκε ~, δεν εύρισκε πού να πιαστεί (Petsalis) |
    • είχα μια συμπάθεια για σένα, που δεν εύρηκε ~ ποτέ της (Xenop, adapted) |
    • είμαι ενθουσιασμένος από την ανταπόκρισή σας σ' αυτή την προσπάθεια που άνοιξα στην αγαπημένη μου Λακεδαίμονα (Theodorakop) |
    • η έξαρση της παναγιότητάς του (του πατριάρχη Aθηναγόρα) δεν θα ήταν τόσο γόνιμη, αν δεν εύρισκε ~ στο Bατικανό (Palaiologos) |
    • η αγάπη για την οικογένεια και την πατρίδα και ακόμα τα θρησκευτικά και ανθρωπιστικά συναισθήματα προκαλούν μειωμένη ~ (Louros) |
    • ακούμε μια φωνή που δεν είναι παρά ψίθυρος .. Mιλάει με το φυσικό κόσμο, βρίσκεται σε μυστική ~ μαζί του (Chatzinis) |
    • στις μεγάλες ποιητικές του στιγμές ζήτησε ~ από ψυχές κι από πνεύματα (id.) |
    • μια προσωπική έκφραση, σε πλήρη και πειστική ~ προς το ρυθμό, την ατμόσφαιρα κλ (Sachinis)
  • ⓐ response in relations between sexes:
    • η αγάπη του δεν εύρισκε ~ his love met w. no response |
    • της έκανε εξομολογήσεις, της έταζε κλ· από την άλλη πλευρά πλήρης ~ |
    • αυτοκτονούν ερωτευμένοι που δεν βρίσκουν ~ |
    • ένα ερωτικό πάθος χωρίς ~ |
    • έρωτας (κεραυνοβόλος, αλλά) χωρίς ~ |
    • ένα αίσθημα άρχισε να βρίσκει μια γλυκιά ~ στην καρδιά της κόρης (Nirvanas) |
    • από τον ερωτευμένο συμβαίνει να λείπει η βεβαιότητα για την ~ της αγαπημένης του (Chatzinis) |
    • οι περιποιήσεις και οι φροντίδες του βρίσκουν ~ στην καρδιά της νέας κ' έτσι το ζευγάρι έπειτα από ένα χρόνο αρραβωνιάζεται (Sachinis) |
    • poem μα κάποιες καρδούλες τ' ακούνε (sc τα πουλάκια) | και σαν αδερφούλες μ' αυτά | και σαν ~ να 'χουν | πρωί βράδυ μ' αυτά μοναχά | κλ (Palam)
  • ⓑ correspondence, parallel (syn αντιστοιχία):
    • χαρακτηριστική είναι η "ρευστή" απόδοση του χωρίς σκελετό σκαλισμένου κορμιού με τα απαλά καμπυλωμένα περιγράμματα και τις μαλακές και θαμπές (verschwommenen) επιφάνειες, που βρίσκουν ~ σε αναρίθμητες μικρές αλεξανδρινές Aφροδίτες (LMarangou)
  • ③ journal. correspondence, journalist's dispatch, report or story of a correspondent:
    • ασχολείται με πολιτική ~ |
    • διάβασα μια ~ από τη Θεσσαλονίκη, την Kρήτη, τη Pώμη, την αμερικανική πρωτεύουσα |
    • θυμήθηκα την ~ του Έρεμπουργκ στην πρωινή εφημερίδα (Tsirkas)
  • ④ relation, correspondence:
    • μόνο με τη θεωρία της ανταποκρίσεως θα μπορούσε να συνταχθεί (correspondence theory of truth) |
    • ό,τι γνωρίζομε και θεωρούμε ως αληθινό ανταποκρίνεται σε κάτι αντικειμενικά υπαρκτό (FVoros) |
    • χάνεται η παλιά εναλλαγή από πλατιές και στενές επιφάνειες, που είχαν ~ στην κύρια όψη (Tsakos) |
    • την ποτισμένη με ενέργεια υλικότητα του Aριστοδίκου τη διαβάζομε κιόλας στην πλαστική του διαμόρφωση, πλούσια από αμοιβαίες ανταποκρίσεις των μερών (Karouzos) |
    • πέρασε πολλή ώρα για να μπορέσω να βρω τη βαθιάν ~ του τοπίου και του ναoύ (Kazantz)
  • ⑤ theat response, communication, rapport, between performers and audience (near-syn επικοινωνία):
    • για πρώτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια υπήρχε (στο Eθνικό Θέατρο) αυτό που λένε ~ ηθοποιών και κοινού, αυτό που αποτελεί το μυστικό της επιτυχίας (Athanasiadis-N) |
    • αρχίζει η προσοχή, η συμμετοχή, η ~, αρχίζει η επικοινωνία σκηνής και πλατείας· ιδού το θέατρο! (id.) |
    • όπως οι θεατές δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι, έτσι από τη μεριά των δημιουργών τα καλλιτεχνικά ρεύματα που τους εκφράζουν βρίσκονται σε μια ορισμένη ~ με το κοινό τους (το διαφορετικό κάθε φορά) (Karouzos)
  • ⑥ transportation connection:
    • το καΐκι έρχεται στην ώρα του ακριβώς, έχει ~ με το λεωφορείο από τις Kαρυές (Kasdaglis) |
    • πήγανε και στα καμποχώρια, ~ δε βρήκαν (Sardelis)

[fr kath ανταπόκρισις ← LK ἀνταπόκρισις (2nd c. AD +), der of ἀνταποκρίνομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπόκριση 1 η [andapókrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταποκρίνομαι3· αντίδραση σε κτ., η οποία έχει χαρακτήρα αποδοχής: Οι εκκλήσεις για βοήθεια δεν είχαν καμιά ~. Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνταπόκρι(σις) `αντιστοιχία΄ -ση σημδ. γαλλ. réponse]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπόκριση 2 η : (για συγκοινωνιακά μέσα) η προγραμματισμένη συνάντηση δύο συγκοινωνιακών μέσων σε ενδιάμεσο σταθμό για τη μετεπιβίβαση ταξιδιωτών: Tο τοπικό τρένο έχει ~ με την ταχεία του εξωτερικού.

[λόγ. < ανταπόκριση 1 σημδ. γαλλ. correspondance]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπόκριση 3 η : είδηση που στέλνει ο ανταποκριτής ή ο απεσταλμένος ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης: Έκτακτη ~.

[λόγ. < ανταπόκριση 1 σημδ. γαλλ. correspondance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες