Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταπόδειξη
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπόδειξη [andapó∂iksi] η, gen ανταπόδειξης & ανταποδείξεως (L),
  • proof to the contrary, counterproof:
    • ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κατά κάποιον τρόπο το μέσον της ανταπόδειξης, γιατί φτάνει στα συμπεράσματά του ερχόμενος αδιάκοπα σε αντίθεση με τη Nιτσεϊκή σοφία (Chatzinis) |
    • αν αξιωνόμουν να τον ιδώ τον Kάννιγκ, θα του έδινα σωρεία αποδείξεων και ανταποδείξεων που θα τον έπειθαν ότι δεν εχρειάζετο να δοθεί σε μένα η συμβουλή του φέρεσθαι ειλικρινώς (GRoussos)

[fr kath ανταπόδειξις (neol Koumanoudis), cpd w. απόδειξις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go