Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταποκριτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταποκριτής ο [andapokritís] Ο7 θηλ. ανταποκρίτρια [andapokrítria] Ο27 : δημοσιογράφος εφημερίδας, ραδιοφώνου, πρακτορείου ειδήσεων κτλ., που εργάζεται μακριά από την έδρα της εφημερίδας, του ραδιοφωνικού σταθμού, του πρακτορείου ειδήσεων κτλ.· (πρβ. απεσταλμένος): Ξένοι ανταποκριτές. Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στο Λονδίνο. Πολεμικός ~, δημοσιογράφος που στέλνεται στο μέτωπο του πολέμου.

[λόγ. ανταποκρί(νομαι) -τής μτφρδ. γαλλ. correspondant· λόγ. ανταποκρι(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταποκριτής [andapokritís] ο, (& rare ανταποκριτής η,) (L)
  • ① journal. journalist sending in dispatches, correspondent:
    • ο ~ ενίοτε δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος |
    • ~ πρακτορείου ειδήσεων, τηλεοπτικού σταθμού, εφημερίδας, περιοδικού |
    • περιοδεύων ~ |
    • πολεμικός ~ war correspondent |
    • ~ εξωτερικού foreign affairs correspondent |
    • ~ εσωτερικού country correspondent, domestic affairs correspondent
  • ② commerce agent, representative, correspondent (of business, industry, bank etc in another city) (syn αντιπρόσωπος):
    • η βιομηχανία χάλυβος έχει ανταποκριτάς στις μεγαλύτερες πόλεις |
    • η Eθνική Tράπεζα έχει ανταποκριτές και σε μικρές πόλεις και νησιά |
    • ο Πώπος εξαργύρωνε την επιταγή σε κάποιο ανταποκριτή (Xenop, adapted) |
    • άσε να μάθουμε και τι ευκολίες μπορεί να μας κάμει ο ~ μας στη Bενετία (id.)

[fr kath (neol [1805]: Koumanoudis) der of ανταποκρίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες