Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταποκρινόμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταποκρινόμενος, -η, -ο [andapokrinómenos] (L)
  • answering, responding, responsive:
    • ο ηγέτης επανήλθε στην Eλλάδα ~ σε αίτημα των Eλλήνων |
    • η απόφαση ανταποκρινόμενη σε πανελλήνιο αίτημα ήταν ορθή |
    • ~ στην επιθυμία αναγνωστών να θέσω σε περισσότερο διεξοδικά πλαίσια το θέμα της πολιτικής αγωγής, προσθέτω σήμερα μερικές συμπληρωματικές σκέψεις (ThKolyva) |
    • επιθυμία μας είναι να επιχειρήσουμε μια γενικότερη έρευνα, ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα της εποχής μας (Charis) |
    • o δήμος της Iσταμπούλ δεν φαίνεται εξαιτίας της ύπαρξης πολλής φτωχολογιάς να έχει αρκετά έσοδα ανταποκρινόμενα στις πολλαπλές ανάγκες του (Floros) |
    • η ενέργεια δεν είναι ούτε μια μικρή πράξη ούτε στερεοτυπική, πάντα η ίδια, ούτε ανταποκρινόμενη σ' ένα και μόνο εξωτερικό ερεθισμό (Moustoxydis) |
    • η αρχιτεκτονική χειρίζεται απευθείας τεκτονικά στοιχεία, δηλαδή μορφές αφηρημένες μη ανταποκρινόμενες άμεσα σε φυσικές (Michelis) |
    • η διαδικασία θα ήταν η μόνη ανταποκρινόμενη στη δραματική πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι (Psathas, adapted) |
    • σύστημα οικονομικής οργανώσεως, ανταποκρινόμενο προς το περιεχόμενο της λαϊκής δημοκρατίας, όπου τα κλειδιά της οικονομικής ζωής .. θα έχουν κοινωνικοποιηθεί και θα βρίσκονται στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου (Angelop) |
    • πρόκειται και για βιβλία σαν τη Γαλήνη ―του Bενέζη―, όπου .. οι ανθρώπινες ζωές ζητούν μια έκφραση άμεσης ενέργειας, ανταποκρινόμενης στο σχήμα της ατομικότητάς τους (Chatzinis)

[fr kath ανταποκρινόμενος, prp of ανταποκρίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες