Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταποκρίνομαι [andapokrínome] Ρ1β : 1α.βρίσκομαι σε αντιστοιχία, συμφωνία με κτ.: H περιγραφή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. || είμαι ανάλογος ή αντάξιος: H δουλειά που μου προτείνεται δεν ανταποκρίνεται ούτε στα προσόντα μου ούτε στις απαιτήσεις μου. β. αποδεικνύομαι αντάξιος, δείχνω με τις ενέργειές μου ότι είμαι αντάξιος: Aνταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας. 2α. επαρκώ: Ο μισθός που παίρνω δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας οικογένειας. β. μπορώ να εκπληρώσω ή εκπληρώνω: ~ στα καθήκοντά μου / στις υποχρεώσεις μου. 3. αντιδρώ σε μια ενέργεια άλλου με τρόπο θετικό: Δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή μας, δεν τη δέχτηκε. || Δεν ανταποκρίθηκε στα αισθήματά μου / στον έρωτά μου / στην αγάπη που της έδειξα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνταποκρίνομαι `απαντώ πάλι, αντιστοιχώ΄ & σημδ. γαλλ. correspondre, répondre]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανταποκρίνομαι.
-
- Δίνω απάντηση:
- εκείνοι ανταπεκρίθησαν, τον βασιλέα λέγουν (Aχιλλ. N 183).
[μτγν. ανταποκρίνομαι. H λ. και σήμ.]
- Δίνω απάντηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταποκρίνομαι [andapokrínome] ανταποκρίνεσαι, ipf ανταποκρινόταν, aor ανταπεκρίθηκα & ανταποκρίθηκα, 3sg ανταπεκρίθη (subj ανταποκριθώ), depon.
- be responsive, respond, answer (up) to, tally (agree) w., comply w., correspond to, square w., meet the expectations of s.o. (near-syn αντιστοιχώ, συμφωνώ, ταιριάζω):
- το αποτέλεσμα ανταποκρίνεται στις προσπάθειές μας, δεν ανταπεκρίθη στις ελπίδες μου |
- το εμπόρευμα δεν ανταποκρίνεται στο δείγμα the goods don't tally w. the sample |
- το διαμέρισμα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της οικογενείας |
- αυτή η διάταξη του νόμου δεν ανταποκρίνεται στην περίπτωση που συζητούμε |
- αυτή η εξήγηση δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια that explanation is not true |
- το ακροατήριο ανταποκρίνεται στη διδασκαλία the audience is responsive to the instruction |
- σε πολλά σημεία η μετάφραση δεν ανταποκρίνεται προς το ελληνικό κείμενο |
- οι λέξεις ανταποκρίνονται σε πράγματα |
- η θεωρία δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα the theory does not square w. the facts |
- αυτό ανταποκρίνεται σε πραγματικό γεγονός or στην πραγματικότητα that is really true |
- ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του he meets his commitments (syn επαρκεί, είναι αντάξιος) |
- ~ στις επείγουσες ανάγκες μου it meets my urgent requirements |
- ~ στη φωνή του καθήκοντος act in response to the call of duty |
- ~ στις ευθύνες μου live up to (or meet) one's responsibilities |
- δεν ήμουν σε θέση να ανταποκριθώ στην επιθυμία τους (Tsatsos) |
- ο Πατριάρχης δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση (Kanellop) |
- η απαντητική επιστολή του Mιχαήλ Άγγελου εκφράζει την άρνησή του ν' ανταποκριθεί στη βασιλική επιθυμία (id., adapted) |
- θα βρω τρόπο να ανταποκριθώ μαζί σου, να σου γράφω και να σου περιγράφω και να σου περιγράφομαι (Palam) |
- η λατρεία των ηρώων ανταποκρινόταν σε μιαν επιτακτική ανάγκη της λαϊκής ψυχής (Kakridis transl of Nilsson) |
- η Eλλάδα θα πρέπει να είναι περισσότερο ικανή ν' ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις ενός εξελιγμένου λαού (Theotokas) |
- κι ο Bενιζέλος και ο Tρικούπης και ο Aλέξ. Kουμουνδούρος παλιότερα και οι άλλοι αναδείχθηκαν και ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα του καιρού τους (Peponis) |
- η πολιτική ηγεσία μόνη της δεν είναι δυνατόν να ανταποκριθεί στα προβλήματα (Theodorakop, adapted) |
- η πρόσφατη ελληνική πείρα έδειξε την αδυναμία των υπουργικών υπηρεσιών στην αποστολή αυτή (Angelop, adapted) |
- οι καλλιτέχνες εκείνοι ανταποκρίνονταν σε βαθιές ανάγκες της κοινωνίας όπου ζούσαν (Andronikos) |
- χωρίς μια βαθιά κι απέραντη γνώση ζητημάτων φιλοσοφικών, αισθητικών, κοινωνικών, ιστορικών ένας δημιουργός είναι ασφαλώς αδύνατο να μπορέσει να ανταποκριθεί στον οίστρο του (Dizikirikis) |
- σ' εσωτερική δική του φωνή ανταποκρίθηκε ο Mιχαήλ Άγγελος και όταν σκάλισε τ' άλλο του ανάγλυφο, τη γαλήνια Παναγία με το θείο βρέφος (Kanellop, adapted) |
- ο Bιζυηνός ανταποκρίνεται στο βαθύτερο αίτημα, το αίτημα να εκφραστεί το έθνος με τη γνήσια, την ατόφια μορφή του (Melas) |
- οι αριθμοί είναι πλάσματα διανοητικά, στα οποία δεν ανταποκρίνεται τίποτε το υπαρκτό (Georgoulis, adapted) |
- εκείνη είχε ανταποκριθεί στο αίσθημά του |
- η Eυφροσύνη δεν αργεί ν' ανταποκριθεί στα αισθήματά του, που σιγά σιγά γίνονται έρωτας (Charis) |
- η Pέα στην αρχή ανταποκρίνεται στον έρωτα του Xριστογιάννη (Sachinis) |
- poem βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ' απάνω, | τ' απέραντα και τ' άπιαστα και τα μεγάλα, | ανταποκρίνεσαι σε κάθε αεροπλάνο (Palam)
[fr MG ανταποκρίνομαι 'reply' (Kriaras' Lex) ← K, PatrG]
- be responsive, respond, answer (up) to, tally (agree) w., comply w., correspond to, square w., meet the expectations of s.o. (near-syn αντιστοιχώ, συμφωνώ, ταιριάζω):