Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταποδίδω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταποδίδω [andapoδíδο] Ρ (βλ. αποδίδω) : (συνήθ. με αφηρ. ουσ. που σημαίνει ενέργεια) κάνω σε κπ. κτ. ανάλογο, αντίστοιχο ή ίδιο προς ό,τι μου έκανε: ~ τις φιλοφρονήσεις / την επίσκεψη / το καλό / το κακό / τις κατηγορίες. ~ το χαιρετισμό, αντιχαιρετώ. ΦΡ ~ σε κπ. τα ίσα, κάνω σε κπ. ό,τι (κακό) μου έκανε· ΣYN ΦΡ πληρώνω κπ. με το ίδιο νόμισμα.

[λόγ. < αρχ. ἀνταποδίδωμι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταποδίδω.
  • 1)
    • α) Ξεπληρώνω (χρέος):
      • έδωκέ με ραβδέαν …, έβαλέ με ο νους να τον ανταποδώσω της ραβδέας το χρέος (Διγ. Άνδρ. 38016
    • β) αποζημιώνω:
      • εάν … ο ασθενής … απέθανεν, … ο ιατρός … να τον ανταποδώσει … ετεσαύτα όσα εκείνος ο σκλάβος … έχρηζεν την ημέραν απού ετελεύτησεν (Aσσίζ. 18226).
  • 2) Aνταποδίδω καλό ή κακό που μου έγινε:
    • (Διγ. Z 3233).
  • 3) (Προκ. για το Θεό) παρέχω ανταμοιβή (για ενάρετη πράξη) ή τιμωρώ:
    • κατά την πολιτείαν του να του ανταποδώσει γή βασιλείαν ουρανών … γή κόλασιν αιώνιον (Διγ. O 1084).

[αρχ. ανταποδίδωμι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταποδίδω [andapo∂í∂o] &, νταποδίνω (L), ipf ανταπέδιδα & ανταπόδινα, prp ανταποδίδοντας & ανταποδίνοντας, aor ανταπέδωσα & ανταπέδωκα, ανταπόδωσα & ανταπόδωκα (subj ανταποδώσω), pass ανταποδίδομαι & ανταποδίνομαι, aor ανταποδόθηκα (subj ανταποδοθώ), ppp ανταπο
  • ① give back, give in return, repay, requite, return:
    • ~ κτ give s.o. tit for tat |
    • ~ την εξυπηρέτηση pay back a favor |
    • ~ καλό αντί κακού requite evil w. good |
    • ~ την επίσκεψη repay the visit, return s.o.'s call (by visiting him) |
    • ανταπέδιδα με τον ανώτερο τρόπο τη φιλοξενία (Kazantz) |
    • ~ την προσφορά με λίγα γλυκά (Palaiologos) |
    • o Θεός να σας το (να σου το, να σ' το) ανταποδώσει! may God repay you!
  • ⓐ of sentiments, kindness, love:
    • ~ την αγάπη return the love |
    • ~ την καλοσύνη repay one's kindness (service), return the favor |
    • εκείνη ανταπέδιδε ολόψυχα τα αισθήματά μου (Tachtsis) |
    • τη συμπάθειά μου γι' αυτόν μου την ανταπόδινε (Ouranis) |
    • ν' ανταποδίδεις την αγάπη με αγάπη (Vrettakos) |
    • σου ανταποδίνει την αγάπη με στοργή και ευσπλαχνία (Papanoutsos) |
    • εκείνη του ανταποδίδει τον έρωτά του (Sachinis) |
    • ανταπόδωσε την αδελφική της αγάπη με αδιαφορία αδικαιολόγητη (Karagatsis) |
    • άρχισε κ' εκείνη να τη φιλά ανταποδίδοντας την τρυφερότητά της (TAthanasiadis) |
    • η κυρία ανταπόδωσε στην Γκρέτα το φιλί της (Chourmouziadis)
  • ⓑ return a friendly response such as compliment, greeting, smile:
    • ~ τη ματιά, το χαιρετισμό |
    • περίμενε να τον καλησπερίσουν για ν' ανταποδώσει την καλησπέρα ψυχρά ψυχρά (Glezos) |
    • αυτοί του ανταπέδωσαν το χαμόγελο
  • ② respond inimically, retaliate (in war or otherwise), do evil to s.o. in return:
    • ~ την απειλή, το μίσος |
    • μόνο ο κακός ανταποδίνει το κακό |
    • phr του ~ τα ίσα return to s.ο. like for like, pay s.o. in kind, pay s.o. off in the same coin (syn phr του ~ τα ίδια) |
    • ο συμβολαιογράφος ανταπόδωσε το πείραγμα (TAthanasiadis) |
    • οι υπερασπιστές ανταποδίδουν τα πλήγματα, όπως μπορούν (Vacalop) |
    • o Mπρατίτσας άρχισε να ανταποδίνει τα πυρά (Valtinos) |
    • γίνεται η εξόρμηση. O εχθρός ανταποδίδει με το πυροβολικό του (ADoxas) |
    • την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου της Mακεδονίας ανταπέδωκαν οι Hπειρώτες και οι Mακεδόνες (Dakaris)

[fr MG ανταποδίδω & ανταποδίνω (this latter in Kriaras' Lex) ← K, PatrG ἀνταποδίδω, ἀνταποδίδωμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες