Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπεργία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπεργία η [andaperjía] Ο25 : η άρνηση της εργοδοσίας να συνεχίσει να προσφέρει εργασία, προκειμένου να εξαναγκάσει τους (απεργούς) εργαζόμενους να δεχτούν τους όρους της· λοκ άουτ.

[λόγ. αντ(ι)- + απεργία μτφρδ. ιταλ. antisciopero (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπεργία [andaperyía] η, (L) industry
  • lock-out (syn λοκάουτ):
    • απειλήθηκαν απεργίες και ανταπεργίες υπέρ και κατά του νομοσχεδίου |
    • παραμένει η ~ των εφημερίδων έναντι των απεργιακών κινητοποιήσεων της Eνώσεως Tεχνικών Tύπου |
    • η εταιρία βρέθηκε στην αδήριτη ανάγκη να κηρύξει ~ από τα μεσάνυχτα της 25ης Σεπτ. απ' αόριστο χρόνο |
    • όταν κάποτε στη Bαρκελώνα εργοστασιάρχες κ' εργάτες διαφώνησαν κ' ήρθαν σε ρήξη, η ρήξη αυτή δεν περιορίστηκε σ' απεργίες κι ανταπεργίες (Ouranis)

[fr kath ανταπεργία, cpd w. απεργία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπεργιακός -ή -ό [andaperjiakós] Ε1 : που στρέφεται εναντίον της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.

[λόγ. ανταπεργί(α) -ακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπεργιακός, -ή, -ό [andaperyiakós] (L)
  • of or for a lock-out:
    • η επιχείρηση, η κυβέρνηση έλαβε ανταπεργιακά μέτρα

[fr kath ανταπεργιακός, der of ανταπεργία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες