Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταπαιτώ [andapetó] ανταπαιτείς, L)
- ① make an opposing or rival claim, counterclaim
- ② demand in return, counterdemand
[fr kath (Koumanoudis) ανταπαιτώ, cpd w. απαιτώ]