Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπαιτητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπαιτητής [andapetitís] ο, (L) law etc
  • rival or opposing claimant, counterclaimant:
    • ανταπαιτητές θρόνων που ατύχησαν (Panagiotop) |
    • τα 'βαλε με τους ανταπαιτητές της εξουσίας (id.) |
    • ερχόταν στο τέλος η ορδή του Kάιν - οι άλλοι άνθρωποι, αντίπαλοι, όχι φίλοι, ανταπαιτητές της ίδιας λείας, αποφασισμένοι για τη ζωή ή για το θάνατο ολόγυρα στο ίδιο κομμάτι (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανταπαιτητής, der of kath ανταπαιτώ or cpd of αντ- w. K ἀπαιτητής (pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες