Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταπαίτηση [andapétisi] η, (L) law
- ① opposing claim, counterclaim:
- ο συμψηφισμός με επίδικη απαίτηση προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμα και στην εκτέλεση, αν η ~ αποδείχνεται αμέσως (Christidis AK)
- ② counterdemand
[fr kath (neol Koumanoudis) ανταπαίτησις, der of AG, K ἀνταπαιτῶ (-έω) 'demand in return']
- ① opposing claim, counterclaim: