Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντανακλαστικά [andanaklastiká] adv (L)
- reflexively, automatically:
- κι ο γιατρός που έβλεπε κατάματα τη δημαρχοπούλα γέλασε κι αυτός ~ (Myriv) |
- οι πρώτες εκδηλώσεις του ολοκληρωτισμού άρχιζαν να σχηματίζονται στη Pωσία και να προκαλούν ~ τα φασιστικά κινήματα της Eυρώπης (Theotokas) |
- οι βιολόγοι κατέγιναν και στη συστηματική μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων κι αντιδράσεων, που η κοινωνιολογία εξετάζει μόνο ~ κι όχι στη φυσιολογική τους υπόσταση (Evelpidis) |
- ~ με συγκλόνιζαν οι ομιλίες του Πυρφόρου που πάσχει γιατί θέλοντας να συνδράμει τον άνθρωπο .. συγκρούστηκε με τον εξουσιαστή Δια (Thrylos)
[der of αντανακλαστικός; cf kath (neol Koumanoudis) αντανακλαστικώς]
- reflexively, automatically: