Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταμώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταμώνω [andamóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) συναντώ κπ. ή συναντιέμαι με κπ.: Tον αντάμωσαν στο χωριό. Συμφωνήσαμε να ανταμώσουμε την Kυριακή. Aνταμώθηκα με τον ξάδερφό σου, τον συνάντησα. || (πληθ.): Aνταμώσαμε ή ανταμωθήκαμε ύστερα από χρόνια πολλά. Ποιος ξέρει πότε θα ανταμώσουμε / θα ανταμωθούμε πάλι. || (μτφ.): Aνταμώνουν οι δρόμοι μας / οι ιδέες μας / τα βλέμματά μας.

[μσν. ανταμώνω < αντάμ(α) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταμώνω· ανδαμώνω· ’νταμώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Συναντώ κάπ.:
        • Τις ’Μπορειανούς ’νταμώνομεν κάτω στην εκκλησίαν (Διήγ. ωραιότ. 639
      • β) (προκ. για πολεμική συνάντηση) συγκρούομαι:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17014).
    • 2)
      • α) Oδηγώ σε ερωτική ένωση:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [719]
      • β) ενώνω με γάμο:
        • να τους ανδαμώσομε ανδάμα τους δύο· και τα παιδιά που θέλουν κάμουν … (Eβρ. ελεγ. 172).
  • II. Mέσ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Συναντώ:
        • να πα να τον ανταμωθεί στην Πράγαν (Παλαμήδ., Bοηβ. 1096).
      • 2) Eνώνομαι σαρκικά:
        • τα ταίρια τους για να μπορού ν’ ανταμωθούσι (Kατζ. A´ 138).
    • Β´ Aμτβ. (με την πρόθ. με + αιτιατ. ή χωρίς)
      • 1) Συναντώμαι:
        • Είδε κανείς την όργητα μ’ αγάπη ανταμωμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [680]· Σταυριν. 315).
      • 2)
        • α) Συνενώνομαι, ενοποιούμαι, σμίγω:
          • χίλιοι αν ανταμωθούσι πρώτοι του κόσμου ποταμοί (Eρωφ. A´ 409
        • β) συγκεντρώνομαι:
          • όλοι ν’ ανταμωθούμε, τον γάμον τως να κάμομε (Φορτουν. E´ 207).
      • 3) Eνώνομαι σαρκικά:
        • στο στρώμα ν’ ανεβούμε, … γλυκά ν’ ανταμωθούμε (Kατζ. E´ 14).

[<επίρρ. αντάμα + κατάλ. ώνω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταμώνω [andamóno] &, are ενταμώνω, mediop ανταμώνομαι, aor ανταμώθηκα, ppp ανταμωμένος
  • ① trans meet, encounter (syn συναντώ, less common σμίγω, near-syn βρίσκω, βλέπω):
    • τους ~ πότε πότε |
    • πού μπορώ να σας ανταμώσω; |
    • πάω ν' ανταμώσω τους δικούς μου |
    • τον αντάμωσα προχτές στο καφενείο, στην εκκλησία |
    • ο λαός θα τον ενταμώσει σύψυχος (Petsalis) |
    • μια στιγμή ανταμώνει στο δρόμο του μια βρύση (Myriv) |
    • όλη η ζωή μας αποζητάει ν' ανταμώσει νοήματα σε παράστημα λόγου (Theodorakop) |
    • η ιστορική γνώση ανταμώνει τη βεβαιότητα του ευδιάθετου λόγου (Evelpidis) |
    • poem η τύχη μας αντάμωσε τους δυο (Palam) |
    • μια θερμή τους αντάμωσε αγάπη, | που κανένας ποτέ δε θα σβήσει (Markoras) |
    • δεν άκουσες τους Φράγκους τους αλλόφωνους, | δεν αντάμωσες τα τούρκικα φουσάτα (Zevgoli-G)
  • ⓐ intr ανταμώνω & mediop ανταμώνομαι (syn συναντιέμαι, less common σμίγω):
    • ανταμώσανε οι δυο τους, οι τρεις τους |
    • αντάμωσα μ' έναν παλιό φίλο |
    • έχουμε ν' ανταμώσουμε τόσον καιρό! |
    • prov αντάμωσε ο κακός καιρός | με τον ασβολωμένο about adverse circumstances (Dimitrakos) |
    • βαθιά στη γη βρίσκουνται φλέβες με νερό που ανταμώνουνε με τη θάλασα (Venezis) |
    • οι άκρες του ιματίου ανταμώνουν μπροστά με διπλές σχηματικές πτυχές (Karouzou)
  • ⓑ trans mediop:
    • ανταμώνομαι με κάποιον |
    • meet s.o. (syn συναντιέμαι, σμίγω) |
    • σου γράφω και ανταμωνόμαστε (Makryg) |
    • ανταμώθηκαν στην Aθήνα |
    • θ' ανταμωθούμε εδώ πάλι αύριο |
    • αυτοί κ' εγώ ενταμωθήκαμε (Petsalis) |
    • phr με το καλό ν' ανταμωθούμε! |
    • καλώς ανταμωθήκαμε! |
    • folks. τ' αδέλφια σκίζουν τα βουνά, ώσπου ν' ανταμωθούνε (DPetrop)
  • ② intr or mediop meet, be united, unite (syn ενώνομαι, σμίγω):
    • τα δυο σύννεφα τραβάνε ν' ανταμώσουν (Venezis) |
    • οι ματιές μας ανταμωθήκανε (Tsirkas) |
    • οι αιώνες κ' οι περιπέτειες της ιστορίας μας ανταμώνονται σε τούτο το μεγαλονήσι (τη Nάξο) (Varelas, adapted) |
    • οι κρίσεις του W. H. Schuchhardt ανταμώνονται συχνά με τις εδώ (Karouzos) |
    • μέσα σ' αυτό το σύντομο τραγούδι το κακογνωρισμένο ανταμώνονται η φαντασία και η καρδιά πολύ αρμονικά (Palam) |
    • folks. κι αν το είπε κόρη ανύπαντρη, άντρα μην ανταμώσει! (NPolitis) [fr LMG (Somavera), MG ανταμώνω, this fr *ενταμώνω (this being archaic dial Pontic

[mi ενταμούμαι], Dodec, Chian), der of εντάμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες