Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταμοιβή η [andamiví] Ο29 : ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για να ανταμειφτεί κάποιος για τις πράξεις του· (πρβ. αμοιβή): Δίκαιη ~. Ποια θα είναι η ~ μου; H ~ των κόπων μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνταμοιβή, αρχ. σημ.: `ανταλλαγή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανταμοιβή η· ανταμοιδή· αντιμοιβή.
-
- 1)
- α) Aνταπόδοση ευεργεσίας, αμοιβή:
- των ευεργετημάτω μου ποια ανταμοιβή έδωσές μου; (Zήν. Γ´ 163)·
- β) ανταπόδοση, ικανοποίηση (γενικά):
- ανταμοιβή τσ’ αγάπης σου να δώσω θα γυρέψω (Zήν. B´ 208).
- α) Aνταπόδοση ευεργεσίας, αμοιβή:
- 2)
- α) Eπανόρθωση:
- (Xρον. Mορ. P 4439)·
- β) ικανοποίηση, ηθική αποζημίωση:
- Tο κούρσον οπού εποίκετε και η αιχμαλωσία ας ένι εις ανταμοιβήν του φόνου του λαού σας (Xρον. Mορ. H 692)·
- γ) αποκατάσταση, αποζημίωση:
- αν εποίκεν κανένα κακόν ού καμίαν κλεψίαν (ενν. ο υιός), … ο πατήρ ού η μήτηρ … να ποιήσουν την ανταμοιδήν επάνω εις πάσα τους τα αγαθά (Aσσίζ. 41217).
- α) Eπανόρθωση:
- 3)
- α) Ποινή, τιμωρία:
- (Γλυκά, Στ. 423)·
- β) αντεκδίκηση, αντίποινα:
- Δε θέλω λείψει … ανταμοιβή να δώσω κι ό,τι κακό εκάμανε για να τωνε πλερώσω (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1658).
- α) Ποινή, τιμωρία:
[αρχ. ουσ. ανταμοιβή. O τ. αντι‑ και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταμοιβή [adamiví] η, (L)
- ① recompense, compensation, repayment, requital, remuneration, reward (syn ανταπόδοση, ικανοποίηση):
- υλική, ηθική ανταμοιβή material, spiritual reward |
- ~ των κόπων μας |
- πλούσια ~ |
- η ~ πρέπει να 'ναι ανάλογη με τη δουλειά |
- η νίκη είναι η ~ των γενναίων |
- τα δίνουν όλα για το κοινό καλό, χωρίς να ζητούν τίποτε για ~ |
- μόνο μέσα μας θα βρούμε την ~, η δικαίωσή μας θα είναι εσωτερική (Tsatsos) |
- όποιος δε βρίσκει την ~ μέσα του είναι σκλάβος (Prevelakis) |
- ο Θεός βλέπει τον πατριωτισμό σας και θα λάβετε την ~ όπου αξίζετε (Makryg) |
- "ήξερε" πως δεν υπάρχει ~ των καλών και τιμωρία των κακών (Xenop) |
- ο Γκαίτε, παρομοιάζοντας τον τραγουδιστή με το πουλί, θέλει για μόνη ~ τον κελαϊδισμό που βγαίνει από το στόμα του (Melas) |
- για πρώτη φορά στη ζωή του δοκίμαζε κι αυτός απόψε την ακριβή χαρά της ανταμοιβής (Terzakis) |
- η ευσπλαχνία και η φιλανθρωπία, ιδίως προς τους ομόθρησκους, εξασφάλιζαν την ~ στον παράδεισο· έτσι εξηγείται η ίδρυση τζαμιών κλ (Vacalop) |
- poem και πλέκω δάφνης στέφανο στον πιο τρανό απ' τους άλλους, | που ανάθεμα του ερίξανε για μόνη ~ (Stratigis)
- ② recompense, retribution, punishment, penalty (syn εκδίκηση, τιμωρία, ποινή):
- η ~ της παραλυμένης ζωής του the retribution for loose living |
- τούτος και όσοι του ομοιάζουν πολεμούν γι' ~ να τους σηκώσουν τη γλώσσα (Solom) |
- όποιος αδίκως πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνει την ίδια ~ (Makryg) |
- να τους κάμει την ~ της κακίας τους διά όσα έκαμαν γενικώς εις τους Έλληνες (id.)
[fr MG, ανταμοιβή ← K (Chariton, 2nd c. AD; pap, 3rd c. AD) ← AG]
- ① recompense, compensation, repayment, requital, remuneration, reward (syn ανταπόδοση, ικανοποίηση):