Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταλλακτικός -ή -ό [andalaktikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανταλλαγή: H ανταλλακτική αξία του χρήματος, ως μέσου που εξυπηρετεί τις συναλλαγές. Aνταλλακτικό εμπόριο, που γίνεται με ανταλλαγή.
[λόγ. ανταλλακ- (ανταλλάσσω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταλλακτικός, -ή, -ό [andalaktikós] (L)
- ① of or by exchange, exchangeable:
- ανταλλακτικό εμπόριο barter |
- ανταλλακτική σύμβαση barter contract |
- η κατώτερη μορφή του εμπορίου είναι η ανταλλακτική |
- ως ανταλλακτικά μέσα (του ανταλλακτικού εμπορίου) χρησιμοποιούν τα οικιακά ζώα και αργότερα τα μέταλλα |
- econ η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος value in exchange, exchangeable value, exchange value (of the commodity, of the goods) |
- στο κράτος των Ίνκας το χρυσάφι και τ' άλλα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν καμιάν ανταλλακτική αξία (Evelpidis) |
- στο Mουσείο του Hρακλείου βλέπουμε βαριές πλάκες χαλκού με εγγυημένο βάρος, δηλαδή ορισμένης ανταλλακτικής αξίας (id.) |
- η ανταλλακτική αξία του όρου ανθρωπιά είναι πολύ μεγάλη (Panagiotop)
- ② duplicate, replacement, spare:
- ανταλλακτική κάνη spare barrel |
- ανταλλακτική κλείδα replacement key |
- ανταλλακτικά τεμάχια duplicate parts, spare parts, spares (syn ανταλλακτικά) |
- ανταλλακτικά φίλτρα της πίπας
- ③ alternate:
- ανταλλακτική θέση alternate position |
- ανταλλακτική θέση βολής alternate firing position
- ⓐ interchangeable:
- photog ανταλλακτικοί φακοί interchangeable lenses
[fr kath ανταλλακτικός, der of *ανταλλακτός; cf LK ἀντάλλακτος 'taken as equivalent' (3rd c. AD)]
- ① of or by exchange, exchangeable: