Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταλλακτικό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταλλακτικό το [andalaktikó] Ο38 : εξάρτημα μηχανής, εργαλείου ή οργάνου που προορίζεται να αντικαταστήσει άλλο φθαρμένο: Aνταλλακτικά αυτοκινήτων. || εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να αλλάζει η λειτουργία ενός οργάνου κτλ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ανταλλακτικός σημδ. γαλλ. de rechange]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλακτικό [andalaktikó] το, (& ανταλλαχτικό) (L)
  • replacement or spare part, replacement, spare:
    • ανταλλακτικά μηχανής duplicates (of machine parts) |
    • ανταλλακτικά αυτοκινήτων automobile spare parts |
    • διατήρηση ανταλλακτικών keeping of spares |
    • ανταλλακτικά συντηρήσεως maintenance spares |
    • τηλεγραφούμε τι βλάβες έγιναν και τι ανταλλακτικά χρειάζονται, για να τεθούν σε λειτουργία το ταχύτερο (Zalokostas) |
    • το κλεμμένο αυτοκίνητο μπορεί να διαλυθεί και να πουληθεί ως ανταλλακτικά (Melas, adapted) |
    • κάποιος άλλος θα μπει στη θέση σας ή καλύτερα θα τον βάλουν εκεί σαν ~(MMitropoulou) |
    • poem αύριο θα ντυθώ το νου μου, | αύριο συνεργείο κι ανταλλαχτικά, | αύριο θα 'χω αλλάξει γιορτινός (Peritheiotis)
  • ⓐ ~, (pen) cartridge, refill (of ballpoint pen)

[fr kath ανταλλακτικόν, substantiv. n of kath ανταλλακτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταλλακτικός -ή -ό [andalaktikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανταλλαγή: H ανταλλακτική αξία του χρήματος, ως μέσου που εξυπηρετεί τις συναλλαγές. Aνταλλακτικό εμπόριο, που γίνεται με ανταλλαγή.

[λόγ. ανταλλακ- (ανταλλάσσω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλακτικός, -ή, -ό [andalaktikós] (L)
  • ① of or by exchange, exchangeable:
    • ανταλλακτικό εμπόριο barter |
    • ανταλλακτική σύμβαση barter contract |
    • η κατώτερη μορφή του εμπορίου είναι η ανταλλακτική |
    • ως ανταλλακτικά μέσα (του ανταλλακτικού εμπορίου) χρησιμοποιούν τα οικιακά ζώα και αργότερα τα μέταλλα |
    • econ η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος value in exchange, exchangeable value, exchange value (of the commodity, of the goods) |
    • στο κράτος των Ίνκας το χρυσάφι και τ' άλλα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν καμιάν ανταλλακτική αξία (Evelpidis) |
    • στο Mουσείο του Hρακλείου βλέπουμε βαριές πλάκες χαλκού με εγγυημένο βάρος, δηλαδή ορισμένης ανταλλακτικής αξίας (id.) |
    • η ανταλλακτική αξία του όρου ανθρωπιά είναι πολύ μεγάλη (Panagiotop)
  • ② duplicate, replacement, spare:
    • ανταλλακτική κάνη spare barrel |
    • ανταλλακτική κλείδα replacement key |
    • ανταλλακτικά τεμάχια duplicate parts, spare parts, spares (syn ανταλλακτικά) |
    • ανταλλακτικά φίλτρα της πίπας
  • ③ alternate:
    • ανταλλακτική θέση alternate position |
    • ανταλλακτική θέση βολής alternate firing position
  • ⓐ interchangeable:
    • photog ανταλλακτικοί φακοί interchangeable lenses

[fr kath ανταλλακτικός, der of *ανταλλακτός; cf LK ἀντάλλακτος 'taken as equivalent' (3rd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες