Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταλλάσσω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταλλάσσω [andaláso] -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. γ' πρόσ. πληθ. (λόγ.) και αντηλλάγησαν : 1.δίνω κτ. σε κπ. και παίρνω από αυτόν κτ. άλλο· κάνω ανταλλαγή: ~ κτ. με κτ. άλλο, συνήθ. για ανόμοια πράγματα που θεωρούνται ίσης αξίας: Zητά να ανταλλάξει οικόπεδο με αυτοκίνητο. Aνταλλάσσεται διαμέρισμα με κατάστημα. || ~ κτ. με κπ., για πράγματα που είναι ή θεωρούνται ομοειδή: Aνταλλάξαμε γραμματόσημα. Aντάλλασσαν τα προϊόντα τους με τους γειτονικούς λαούς. Οι εμπόλεμοι συμφώνησαν να ανταλλάξουν αιχμαλώτους. ~ με κπ. επιστολές· (πρβ. αλληλογραφώ). Mεταξύ των δύο πρωθυπουργών ανταλλάχτηκαν / αντηλλάγησαν δώρα, έδωσε ο ένας στον άλλον. 2. (μτφ.) ανακοινώνω ή λέω σε κπ. κτ. και αυτός μου λέει κτ. παρόμοιο: Aνταλλάσσουμε γνώμες / ιδέες / πληροφορίες / φιλοφρονήσεις. Οι εκπρόσωποι των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για θέματα διεθνών σχέσεων. || Aντάλλαξαν βρισιές / βαριές κουβέντες.

[λόγ. < αρχ. ἀνταλλάσσω & σημδ. γαλλ. échanger, donner en échange]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλάσσω [andaláso] (L) & D ανταλλάζω, ipf αντάλλασσα & αντήλλασσα,
  • D αντάλλαζα, aor αντάλλαξα (& αντήλλαξα) (subj ανταλλάξω), pass ανταλλάσσομαι (L) & D ανταλλάζομαι, aor ανταλλάχτηκα (subj ανταλλαχτώ & L ανταλλαγώ), pf έχω ανταλλαχτεί & ανταλλαγεί, ppp ανταλλαγμένος (D ανταλλαμένος)
  • ① change, exchange, interchange (syn αλλάζω 2):
    • ο αιχμάλωτος είχε ανταλλαγεί ενωρίτερα (NMPanagiotakis) |
    • οι στρατιώτες ανταλλάσσουν στολές |
    • ανταλλάζει την ένδοξη στολή του με την ποδιά της κουζίνας (Charis) |
    • ανταλλάσσουν τα πλούτια τους τα δυο παιδιά (Petsalis) |
    • ανταλλάσσουμε επισκέψεις exchange visits |
    • ~ένα χαιρετισμό exchange a greeting |
    • αντάλλαξε χειραψίες με τον κόσμο |
    • ανταλλάζουν χειραψίες κι ασπασμούς (Ouranis) |
    • αντάλλαξαν απόψεις, γνώμες, ιδέες, κρίσεις, σκέψεις, πληροφορίες |
    • γνώμες ανταλλάχτηκαν για το τι έπρεπε να γίνει (Sardelis) |
    • ανταλλάζω δώρα μαζί του interchange gifts w. someone |
    • ανταλλάσσει τους αρραβώνες και τα στέφανα με τυπικόν τρόπο (Loukatos) |
    • ανταλλάχτηκαν με επαναλήψεις τα δαχτυλίδια και τα στέφανα (id.) |
    • ανταλλάξαμε συγχαρητήρια τηλεγραφήματα |
    • αντήλλαξαν επιστολές (μεταξύ τους) |
    • είχαν ανταλλάξει δυο-τρία γράμματα |
    • κάποτε ανταλλάσσαμε καμμιά κουβέντα |
    • αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα |
    • ένας νέος και μια νέα βρίσκουν την ευκαιρία ν' ανταλλάξουν μια ματιά κ' ένα μειδίαμα (Ouranis) |
    • ~(δυο) λόγια, μερικές λέξεις |
    • αντάλλαξαν μερικές φράσεις |
    • οι μαθήτριες ανταλλάσσουν αστεία του θρανίου |
    • αντάλλαξαν πειραχτικούς υπαινιγμούς |
    • οι δύο όμιλοι ανταλλάζανε βίαιες επιθέσεις και αναθεματισμούς (Theotokas) |
    • poem στάθηκε ολόχαρος να το προσφέρει | ανταλλάζοντας τη γαλήνη του με την ταραχή μας (Papatsonis)
  • ② exchange, barter, swap (syn phr κάνω αλλαξιά):
    • ανταλλάζαμε γραμματόσημα |
    • ~κτήματα, προϊόντα, εμπορεύματα |
    • αντάλλαζαν τις πραμάτειες τους |
    • ανταλλάζουν προϊόντα των επαρχιών, π.χ. φέρνουν λάδι και παίρνουν τσιμέντο κλ (Zalokostas, adapted) |
    • ανταλλάσσουνται τώρα πια ταχύτατα τα εμπορεύματα κ' οι ιδέες (Kazantz, adapted) |
    • εμείς δεν θ' ανταλλάξουμε την αρετή με τον πλούτο (Solom, transl of MStasinop) |
    • η ανθρώπινη ζωή δεν ανταλλάσσεται με καμιάν άλλη αξία (Papanoutsos) |
    • είναι αδύνατο να ανταλλάξουν το αίσθημα της ελευθερίας με οποιαδήποτε υλική ευημερία (ThAthanasiadis-N)
  • ③ phr ~πυρά exchange fire:
    • τα ελαφρά όπλα και των δύο αντιπάλων ανταλλάσσουν πυρά (Terzakis)

[fr MG *ανταλλάζω & kath ανταλλάσσω ← K ἀνταλλάσσω ← AG ἀνταλλάττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες