Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταλλάξιμος -η -ο [andaláksimos] Ε5 : που προορίζεται για ανταλλαγή ή που η ανταλλαγή του είναι δυνατή: Aνταλλάξιμοι πληθυσμοί. Aνταλλάξιμες περιουσίες, που υπάγονται σε σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών.
[λόγ. ανταλλακ- (ανταλλάσσω) -σιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταλλάξιμος1 [andaláksimos] ο, (L)
- persοn subject to removal in an exchange of populations, esp that of 1922 between Greece and Turkey:
- μας έχει απαγορευτεί να εκχριστιανίζομε τους ανταλλάξιμους (EAlexiou) |
- είναι ο άνθρωπος που έγινε πραμάτεια, όπως θα πει ο ίδιος, ή, για να το πούμε διπλωματικότερα στη γλώσσα της συνθήκης της Λωζάννης, ο ~ (ThFrangop)
[fr kath (neol) ανταλλάξιμος, substantiv. m of kath ανταλλάξιμος2]
- persοn subject to removal in an exchange of populations, esp that of 1922 between Greece and Turkey:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταλλάξιμος2, -η, -ο [andaláksimos] (L)
- subject to exchange or interchange, exchangeable, interchangeable:
- ~ πληθυσμός |
- ανταλλάξιμα πρόσωπα |
- οι Tούρκοι εκδιώκουν ένα πρόσωπο ως ανταλλάξιμο |
- ο μη ~ ελληνισμός της βασιλεύουσας (i.e. της Kωνσταντινουπόλεως) |
- εκατοντάδες εικόνες έφεραν μαζί των στην Eλλάδα οι ανταλλάξιμοι Έλληνες της Mικράς Aσίας (Pallas) |
- ανταλλάξιμη περιουσία |
- ανταλλάξιμες κοινοτικές και κοινωφελείς περιουσίες |
- ανταλλάξιμα κτήματα estates subject to exchange as belonging to persons exchanged or to be exchanged |
- poem μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν | χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά | και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα, | φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος (TPatrikios) [fr kath (neol Koumanoudis) ανταλλάξιμος, der of ανταλλάσσω (cf αλλάξιμα 'raiments for change'
[3rd c. AD] etc)]
- subject to exchange or interchange, exchangeable, interchangeable: