Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταγωνιστικότητα η [andaγonistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανταγωνιστικού, το να είναι κάποιος ανταγωνιστικός: H ~ των ελληνικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[λόγ. ανταγωνιστικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταγωνιστικότητα [andaγonistikótita] η, (L)
- competitiveness:
- η ~ των εγχωρίων προϊόντων |
- τα διεθνή όρια ανταγωνιστικότητας |
- η ~ έναντι των άλλων βιομηχανιών |
- η επιβάρυνση θα αποδυναμώσει περαιτέρω την ~ της βιομηχανίας |
- η υποτίμηση του νομίσματος θα ενίσχυε την ~ των προϊόντων στο εξωτερικό |
- η ~ μιας ξένης οικονομίας έφτασε στο κατώτατο επιτρεπτό όριο |
- οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να εκσυγχρονισθούν, να επεκταθούν, ν' αποκτήσουν ~ (Angelop) |
- η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων ετών επιτρέπει την ίδρυση βιομηχανιών νεωτάτου τύπου και ανωτέρας ανταγωνιστικότητος εν σχέσει με τις ήδη εκβιομηχανισμένες χώρες (id.) |
- το όριο της ανταγωνιστικότητας με τις κατά παράδοση ενεργειακές πηγές βρίσκεται σε μια εγκατεστημένη ισχύ 300 μεγαβάτ (id.)
[fr kath (neol) ανταγωνιστικότης, der of kath ανταγωνιστικός]
- competitiveness: