Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταγωνιστικός -ή -ό [andaγonistikós] Ε1 : α.που ανήκει, αναφέρεται στον ανταγωνισμό ή στους ανταγωνιστές: Οι ανταγωνιστικές σχέσεις συνδικάτων και κόμματος. β. που ευνοεί τον ανταγωνισμό: Aνταγωνιστική πολιτική / τακτική. Aνταγωνιστικό σύστημα. || που ανταγωνίζεται: Aνταγωνιστικές επιχειρήσεις. Aνταγωνιστικά προϊόντα.
[λόγ. ανταγωνιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταγωνιστικός, -ή, -ό [andaγonistikós] (L)
- ① competitive, rivaling, rival, antagonistic:
- ~ παράγων |
- ανταγωνιστική άμιλλα, παρουσία, προσπάθεια |
- ανταγωνιστική γενιά |
- ανταγωνιστικές θεωρίες |
- ποιοτικά ανταγωνιστική παραγωγή |
- ανταγωνιστικές αντιλήψεις |
- ανταγωνιστικό πνεύμα |
- έργα ανταγωνιστικά |
- ~ στίβος |
- ανταγωνιστικές ομάδες |
- ανταγωνιστικές, αντίπαλες δυνάμεις |
- η ερωτική, όπως και η φιλοσοφική ορμή, η λαχτάρα της γνώσης, συντίθεται από δύο ανταγωνιστικά στοιχεία (Papanoutsos) |
- φιλικά ή ανταγωνιστικά παιγνίδια, ομαδικά ανταγωνιστικά παιγνίδια (Loukatos) |
- ανταγωνιστική αγορά |
- ανταγωνιστικά διαλαλήματα πωλητών (id.) |
- η ανταγωνιστική κοινωνία |
- ανταγωνιστικές μορφές της κοινωνικής διαρθρώσεως (ThKolyva) |
- η ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας |
- ανταγωνιστικό κόστος, ανταγωνιστικές τιμές |
- ανταγωνιστικές βιομηχανίες |
- δημιουργία ανταγωνιστικής ικανότητος των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι των ξένων (Angelop) |
- η ατομική ενέργεια είναι ανταγωνιστική με τις συμβατικές ενεργειακές πηγές (id.) |
- σε πλήθος περιπτώσεων η οικογένεια είναι ανταγωνιστική προς το σχολείο (με το ηθικό κυρίως κλίμα της) (Papanoutsos)
- ② pharm ανταγωνιστικό φάρμακο antidote
[fr kath ανταγωνιστικός, der of ανταγωνιστής]
- ① competitive, rivaling, rival, antagonistic: