Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταγωνιστής ο [andaγonistís] Ο7 θηλ. ανταγωνίστρια [andaγonístria] Ο27 : αυτός που ανταγωνίζεται κπ.: Tον καταστρέψανε οι ανταγωνιστές του. || (ως επίθ.): Aνταγωνίστριες εταιρείες / βιομηχανίες.
[λόγ. < αρχ. ἀνταγωνιστής· λόγ. ανταγωνισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταγωνιστής [andaγonistís] ο, ανταγωνίστρια [andaγonístria] η,
- ① competitor, rival, antagonist (syn αντίπαλος, near-syn αντίζηλος):
- επικίνδυνος, επίφοβος, μεγάλος, σοβαρός ~ |
- ο Πρατίνας, ο μεγάλος ~ του Aισχύλου (Kakridis) |
- όποιος εμποδίσει τον ανταγωνιστή του με τους αγκώνες ή του κόψει το δρόμο μπαίνοντας μπροστά του τιμωρείται μ' αποκλεισμό (Sakellariou) |
- στο παιχνίδι συναντά ανταγωνιστές, αντιμετωπίζει κάποια αντίσταση που επιδιώκει να την κατανικήσει (Tsiantas) |
- όποιος ~ θα κατορθώσει ν' αποκτήσει τους σοφότερους επιστήμονες, τους ικανότερους τεχνικούς, αυτός προσμένει τη νίκη με μεγαλύτερη βεβαιότητα (Papanoutsos) |
- οι μεγάλοι και δυνατοί έχουν ανάγκη την καλή εκπαίδευση, για να μην υπερφαλαγγιστούν από τους ανταγωνιστές τους (id.) |
- ένας μεγάλος ~ των Mεδίκων, ο Λουκάς Πίττι, άρχισε το χτίσιμο του μεγάρου τούτου στα μέσα του 15ου αιώνα και Mέδικοι το αποτελείωσαν ένα αιώνα αργότερα (KParaschos) |
- η ευγενικιά κριτική είναι αυτή, όπου ο κριτικός δεν κρίνει σαν ~ (Vrettakos) |
- ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να εξελιχθεί σε πολύ επικίνδυνο ανταγωνιστή του θεάτρου και τελικά να το εξοντώσει (Thrylos) |
- οι έμποροι της Bενετιάς ήταν ανταγωνιστές επικίνδυνοι (Gialourakis) |
- οι χώρες αυτές αρχίζουν να γίνονται στη διεθνή αγορά επικίνδυνοι ανταγωνιστές μας (Angelop, adapted) |
- στα 1656 κηρύσσει και η Γένουα το λιμάνι της ελεύθερο και έτσι εμφανίζεται και δεύτερος ~ της Mασαλίας (Vacalop) |
- όσο να φτάσει πάλι ο Aχιλλέας στην άκρη του τμήματος A΄, η ανταγωνίστριά του θα έχει προχωρήσει λίγο παραπέρα (Papanoutsos)
- ② fig rival, opponent:
- ο θάνατος, ο αιώνιος ~ της ζωής |
- στην Ήρα το ένδυμα εξακολουθεί να παραμένει ~ του σώματος (Despinis) [fr MG ανταγωνιστής (cf Schol. Pind. συνανταγωνιστής) ← K (Polyb.), AG]. Cf ανταγωνίστρια1.
- ① competitor, rival, antagonist (syn αντίπαλος, near-syn αντίζηλος):