Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταγωνίστρια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταγωνίστρια1 [andaγonístria] η,
  • female competitor, female rival:
    • όσο να φτάσει πάλι ο Aχιλλέας στην άκρη του τμήματος A΄, η ανταγωνίστριά του θα έχει προχωρήσει λίγο παραπέρα (Papanoutsos)

[der of ανταγωνιστής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταγωνίστρια2 [andaγonístria] adj
  • competing, rival, rivaling:
    • ~ χώρα |
    • οι τέσσερεις ανταγωνίστριες χώρες προσφέρουν τιμές εξαγωγής σε πολύ χαμηλά επίπεδα |
    • με τις φωτεινές διαφημίσεις απλώνει ο πλούσιος φωτισμός του βουλεβάρδου την ιδιάζουσα ακτινοβολία του, που εγκαθιστά την βασιλεία της νύχτας, ~ της ημέρας (Papatsonis)

[fr ανταγωνίστρια1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες