Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταγαπώ [andaγapó] ανταγαπάς, pass ανταγαπώμαι & ανταγαπιέμαι, aor ανταγαπήθηκα (L)
- love in return, return one's love; pass ανταγαπώμαι be loved in return; mi refl ανταγαπώμεθα we love each other:
- αγαπά και ανταγαπάται (Katsigra) |
- σχεδόν ήμουνα βέβαιος πως κι αυτές δεν θα μπορούσανε παρά να με ανταγαπήσουν έτσι (Palam) |
- ο σημαιοφόρος αγάπησε μια Aιγυπτιώτισσα και φυσικά ανταγαπήθηκε (Karagatsis) |
- η γυναίκα είναι ετεροκεντρική, τοποθετεί το κέντρο της ευχαριστήσεώς της, της φιλοδοξίας της σ' ένα άλλο πρόσωπο που αγαπάει και από το οποίο θέλει να ανταγαπιέται, σύζυγο, παιδιά, πατέρα, φίλο κλ (Kontogiannis) |
- δεν παρουσιάζεται κανένα πρόσωπο ν' αγαπά χωρίς ν' ανταγαπιέται (Thrylos)
[fr K, PatrG ἀνταγαπῶ (-άω)]
- love in return, return one's love; pass ανταγαπώμαι be loved in return; mi refl ανταγαπώμεθα we love each other: