Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίψυχο [andípsixo] το,
- ① = αντιψύχι:
- έχω στο σακούλι μου το σιδερόχορτο, το ~, το μαγιοβότανο (Prevelakis) |
- poem βαθιά μου |..| θε να πιω τ' ~ του χάρου (Sikel)
- ② region. (Pelop, Sterea) sth (food or drink) that refreshes, refreshment (syn αντιψύχι 2):
- πιες λίγο κρασί γι' ~
[fr MG (Du Cange) αντίψυχον ← PatrG, LK, substantiv. n of LK αντίψυχος 'given for life, to save life']
- ① = αντιψύχι: