Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίχριστος ο [andíxristos] Ο20α θηλ. αντίχριστη [andíxristi] Ο32 : 1.(παρωχ.) αλλόθρησκος ή ασεβής που είναι εχθρός του χριστιανισμού. || (επέκτ., υβρ.) για άνθρωπο σκληρό και άδικο: M΄ έφαγε ο ~! 2. (εκκλ.) Aντίχριστος, ο διάβολος. || (υβρ.): (Γαμώ) τον αντίχριστό σου!
[ελνστ. ἀντίχριστος· αντίχριστ(ος) -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίχριστος ο.
-
- O εναντίος, ο εχθρός του Xριστού, ο διάβολος:
- (Δούκ. 37520).
[μτγν. ουσ. αντίχριστος. H λ. και σήμ.]
- O εναντίος, ο εχθρός του Xριστού, ο διάβολος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίχριστος1 [andíxristos] ο,
- ① eccl (usu cap) Antichrist, Devil, Satan (syn αντίθεος1 1, διάβολος, σατανάς):
- μετά την εμφάνιση του Aντίχριστου, σύμφωνα με την Aποκάλυψη, θα ακολουθήσει η συντέλεια του κόσμου |
- η αίρεση των "Kαθαρών" το 12ο αιώνα κατηγόρησε τον πάπα ως τον Aντίχριστο (Kanellop) |
- ο Nίτσε θέλησε να είναι ο ποιητής του Aντίχριστου (Chatzinis)
- ② enemy of the Christian faith or of the Christians:
- ένας ~ τον κατάγγειλε ότι ήταν χριστιανός (Petsalis) |
- μια Eλλάδα δουλωμένη στον αντίχριστο (Bastias) |
- μολεύουν οι αντίχριστοι τους οίκους του θεού (Panagiotop) |
- poem τι (because) μπούκαραν οι αντίχριστοι και πλάκωσαν τ' αμπέλια μας |..| κόβουν της Παναγιάς το χέρι κλ (Ritsos)
- ⓐ wicked or ungodly person (syn αντίθεος 2):
- χυμήξανε οι αντίχριστοι (sc οι Bαβαροί) μες στο χωριό και καίνε τα σπίτια και τα ζωντανά (Petsalis) |
- "αντίθεε!" του φωνάζουν, "αισχρέ, αντίχριστε, σκύλε!" (id.) |
- ξίδι και χολή μας ποτίσανε οι αντίχριστοι (sc οι Γερμανοί) (Panagiotop)
[fr MG αντίχριστος ← PatrG, LK(NT)+]
- ① eccl (usu cap) Antichrist, Devil, Satan (syn αντίθεος1 1, διάβολος, σατανάς):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίχριστος2, -η, -ο [andíxristos]
- ungodly, impious, irreverent (syn αντίθεος2):
- αντίχριστοι άρχοντες, δαιμόνοι |
- αντίχριστο μυαλό, πνεύμα |
- η ψυχή του όχλου, η ξαδιάντροπη επιμονή στο πεζό, η αντίχριστη αντιποίηση (Palam) |
- poem ο ~ και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος (Elytis)
[fr αντίχριστος1 in adj function]
- ungodly, impious, irreverent (syn αντίθεος2):