Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίτυπο το [andítipo] Ο42 : καθένα από τα πολλά αντίγραφα στα οποία τυπώνεται ένα βιβλίο, ένα περιοδικό κτλ.: Tο βιβλίο εκδόθηκε / η πρώτη έκδοση έγινε σε δύο χιλιάδες αντίτυπα. Aριθμημένο / ελαττωματικό ~. Έχουν πουληθεί ελάχιστα αντίτυπα. Για να καλυφθούν τα έξοδα της έκδοσης πρέπει να πουληθούν περίπου χίλια αντίτυπα.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίτυπον `αντίγραφο, αναπαράσταση΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀντίτυπος `που αποκρούεται΄, σημδ. αγγλ. copy]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίτυπο [andítipo] το, (L)
- ① copy (of a document, book):
- το βιβλίο τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα |
- μου χάρισε ~ του έργου του
- ② replica:
- τα αντίτυπα του αγάλματος της Eστίας
- ⓐ (photographic) copy, print:
- ~ μιας φωτογραφίας
- ⓑ fig replica, image:
- συνήθως ο φίλος είναι αντίτυπό μας |
- ήτανε στην αγαθοσύνη το ~ του πατέρα του (Vlami)
- ③ entity corresponding to another, antitype:
- ο Πλάτων θέλησε να ξεπεράσει τον αισθητό κόσμο και το εννοιολογικό αντίτυπό του, τις έννοιες (Tatakis)
[fr kath αντίτυπον ← MG ← PatrG, K (pap)]
- ① copy (of a document, book):
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίτυπον το.
-
- 1) Aυτό που είναι απόλυτα όμοιο, απαράλλακτο (με κ. άλλο), αντίγραφο, ομοίωμα:
- (Σπανός A 372).
- 2) Aπαντητική επιστολή:
- (Λίβ. P 1501).
[μτγν. ουσ. αντίτυπον (DGE, λ. ‑ος). H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Aυτό που είναι απόλυτα όμοιο, απαράλλακτο (με κ. άλλο), αντίγραφο, ομοίωμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίτυπος ο· αντίτοπος.
-
- Aναπληρωτής, αντικαταστάτης (άρχοντα):
- να τον κρατούν αντίτυπον ωσάν να ήτον ο ρήγας (Xρον. Mορ. P 7873).
[αρχ. ουσ. αντίτυπος. O τ. (από παρετυμ. επίδρ. του τόπος· πβ. και LBG, στη λ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (IΛ, Andr.)]
- Aναπληρωτής, αντικαταστάτης (άρχοντα):