Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίσωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίσωμα το [andísoma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) αμυντική πρωτεΐνη του αίματος που αναπτύσσεται με την επίδραση των αντιγόνων και που συντελεί στην ανοσία του οργανισμού.

[λόγ. αντι- + σώμα μτφρδ. γαλλ. anticorps (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίσωμα [andísoma] το, (L) biol
  • antibody:
    • αντισώματα εναντίον των ιών της γρίπης |
    • ανακάλυψε μια σχέση ανάμεσα στην αύξηση ενός συγκεκριμένου αντισώματος και στην καταπίεση του θυμού

[fr kath (neol) αντίσωμα, cpd w. σώμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισωματίδιο το [andisomatíδιο] Ο40 : (φυσ.) καθένα από τα σωματίδια της αντιύλης που έχει μάζα ίση με το αντίστοιχο σωματίδιο της ύλης αλλά αντίθετο φορτίο.

[λόγ. αντι- + σωματίδιον μτφρδ. αγγλ. antiparticle (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες