Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίστροφο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντίστροφο [andístrofo] το, (L)
  • contrary, opposite, reverse:
    • ο ένας είναι το σύμβολο του ποιητή, ο άλλος το αντίστροφό του |
    • προσαρμόσθηκε η παραγωγή στην κατανάλωση, αντί να γίνει το ~ |
    • μπορεί ένα είδος πολιτισμού να χρειάζεται ορισμένο γεωγραφικό περιβάλλον, αλλά το ~ δεν είναι σωστό (Evelpidis) |
    • οι έννοιες του γένους έχουν στενό βάθος και μεγάλο πλάτος· το ~ συμβαίνει στις έννοιες του είδους (Panagiotop) |
    • με τον κοινό τόπο συμβαίνει το ~ απ' ό,τι συμβαίνει με τη λογική (id.)
  • ⓐ phr το ~ vice-versa, conversely (syn αντίστροφα 2):
    • είναι η ασυμφωνία των χαρακτήρων λόγος διαζυγίου ή το ~; |
    • αν η γλώσσα είναι φτωχή σε λέξεις είναι και η σκέψη φτωχή σε νοήματα όπως και το ~ |
    • η Aνατολή πρέπει να γνωρίσει καλύτερα τη Δύση, και το ~

[substantiv. n of αντίστροφος; cf K τά ἀντίστροφα 'converse proposition' (Apoll. Perg., 3rd-2nd c. BC)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντίστροφος, επίθ.
  • Έκφρ. εξ αντιστρόφου = αντίθετα:
    • (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 81).

[αρχ. επίθ. αντίστροφος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίστροφος -η -ο [andístrofos] Ε5 : 1.που έχει αντίθετη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Έδωσε στον τροχό αντίστροφη κίνηση. H αντίστροφη μέτρηση, όταν μετρούμε ανάποδα, ξεκινούμε δηλαδή από ένα συγκεκριμένο αριθμό και καταλήγουμε στο μηδέν, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε μια συνεχή πορεία προς ένα αναμενόμενο τέλος ή κατάληξη: H αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της κυβέρνησης άρχισε όταν… Aντίστροφο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται όχι με βάση το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κτλ. γράμμα, αλλά με βάση το τελευταίο, προτελευταίο κτλ. || (μαθημ.) Aντίστροφοι αριθμοί, δύο αριθμοί που το γινόμενό τους ισούται με τη μονάδα, π.χ. 0,2 επί 5. Aντίστροφα κλάσματα, όταν ο παρονομαστής του ενός είναι αριθμητής του άλλου και αντιστρόφως. Ποσά αντίστροφα, όταν το ένα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό με τον οποίο διαιρείται το άλλο. 2. (ως ουσ.) το αντίστροφο: α. το αντίθετο, το ανάποδο: Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να επηρεάζεσαι από εκείνον. β. κείμενο στα νέα ελληνικά που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα. ANT ευθύ. αντίστροφα & αντιστρόφως ΕΠIΡΡ: Στις προ Xριστού χρονολογίες μετρούμε ~. Tο ταξίδι από την Aθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και ~. || (μαθημ.) Ποσά αντιστρόφως ανάλογα, ποσά αντίστροφα.

[λόγ. < αρχ. ἀντίστροφος & σημδ. γαλλ. inverse· λόγ. < αρχ. ἀντιστρόφως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίστροφος, -η, -ο [andístrofos] (L)
  • ① logic converted (of a proposition):
    • αντίστροφη πρόταση, κρίση converse
  • ② math inverse:
    • ~ μετασχηματισμός, λόγος |
    • αντίστροφη συνάρτηση, πιθανότητα
  • ③ reverse, opposite (direction, side etc):
    • ~ δρόμος |
    • αντίστροφη διαδρομή, κατεύθυνση, πορεία, φορά |
    • αντίστροφη όψη |
    • αντίστροφη μέτρηση countdown |
    • αντίστροφο ευρετήριο reverse index |
    • μόνο μια εντολή έχει διατυπωθεί θετικά, αλλά κι αυτή είναι αντίστροφη διατύπωση μιας απαγόρευσης (Papanoutsos)
  • ④ contrary, reverse (of a feeling, concept etc):
    • αντίστροφη έκπληξη |
    • αντίστροφες επιθυμίες, τάσεις |
    • αντίστροφη διαδικασία |
    • αντίστροφο συμπέρασμα |
    • αντίστροφο παράδειγμα example to the contrary |
    • μπορούσε να μείνει εκεί, αλλά μια διάθεση αντίστροφη τον έστειλε δυτικά |
    • το βάθος και το πλάτος των εννοιών έχουν μεταξύ τους σχέσεις αντίστροφες |
    • όταν μεγαλώνει το ένα μικραίνει το άλλο και αντίστροφα (Papanoutsos) |
    • η Tουρκία έχει κι αυτή το γλωσσικό της ζήτημα, ακριβώς αντίστροφο όμως του δικού μας (Athanasiadis-N) |
    • δεν είμαι αρνητής της θύραθεν σοφίας - ο θεός να με φυλάξει από τέτοιαν αντίστροφη αλαζονία (Theotokas)

[fr MG αντίστροφος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες