Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστοιχο [andístixo] το, (L)
- counterpart, equivalent:
- υπάρχουν ξένες λέξεις χωρίς ~ στη γλώσσα μας |
- οι τρίποδες της Δωδώνης έχουν το αντίστοιχό του στους τρίποδες της Oλυμπίας (Dakaris) |
- η αύξηση της λογοτεχνικής παραγωγής είναι το ~ της ποσοτικής παραγωγής στη βιομηχανία (Evelpidis)
[substantiv. n of αντίστοιχος]
- counterpart, equivalent:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίστοιχος -η -ο [andístixos] Ε5 : 1α.που είναι συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κτ. άλλο: Tα μπροστινά δόντια της επάνω γνάθου και τα αντίστοιχα της κάτω λέγονται κοπτήρες. Οι δύο αντίστοιχοι τροχοί. β. που έχει ανάλογη θέση με κτ. άλλο σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: Ο ~ βαθμός του αντιστρατήγου, στο πολεμικό ναυτικό, είναι ο αντιναύαρχος. Mαθητές γαλλικού σχολείου, που φοιτούν σε τάξεις αντίστοιχες με εκείνες του ελληνικού γυμνασίου. Kάθε διακόπτης συνδέεται με το αντίστοιχο καλώδιο. 2. που είναι ανάλογος, παρόμοιος ή όμοιος με κτ.: Aντιμετωπίσαμε με επιτυχία περιπτώσεις αντίστοιχες με τη σημερινή. ANT αναντίστοιχες. H αγορά του οικοπέδου κόστισε εκατόν δέκα εκατομμύρια και αντίστοιχο ποσό θα διατεθεί για την ανέγερση του κτιρίου. || (ως ουσ.) το αντίστοιχο, αυτό που είναι ανάλογο με κτ. άλλο.
αντίστοιχα & (λόγ.) αντιστοίχως ΕΠIΡΡ: Tο πρώτο και το δεύτερο βραβείο δόθηκαν στη γαλλική και στην ισπανική ομάδα ~. Όταν αυξάνεται η τιμή του δολαρίου, αυξάνεται ~ και η τιμή του πετρελαίου. [λόγ.: 1α: ελνστ. ἀντίστοι χος, αρχ. σημ.: `τοποθετημένος απέναντι΄· 1β, 2: σημδ. αγγλ. cor responding, correspondent· λόγ. < ελνστ. ἀντιστοίχως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστοιχος, -η, -ο [andístixos] (L)
- ① arranged in opposite rows:
- αντίστοιχα προχώματα
- ② being a counterpart to, answering, homologous, corresponding, equivalent (near-syn ανάλογος, παράλληλος):
- οι αντίστοιχες πλευρές δύο τριγώνων |
- αντίστοιχες θέσεις, περιπτώσεις |
- αντίστοιχα φαινόμενα |
- αντίστοιχα κεφάλαια counterpart funds |
- ο Σολζενίτσιν ή κάποιος ~Iσπανός ποιητής |
- ένας πολιτισμός ~ με το νεολιθικό πολιτισμό της Θεσσαλίας |
- η ικανοποιητική απόδοση ενός έργου και η αντίστοιχη αύξηση του εθνικού εισοδήματος |
- η μανία του αρχαϊσμού δεν ήταν πάντα στηριγμένη σε αντίστοιχη γνώση |
- η γαλλική επανάσταση δεν θα ήταν κατορθωτή, αν δεν είχε δημιουργηθεί η αντίστοιχη κοινή συνείδηση (Panagiotop) |
- στην παραστατική τέχνη επιδιώκεται η διακοσμητική εντύπωση με μέσα αντίστοιχα προς την τεχνική της εποχής (Pallas) |
- δεν καταλαβαίνει μια λέξη εκείνος που δεν έχει την αντίστοιχη έννοια μέσα στο νου του (Papanoutsos)
- ③ respective:
- τ' αντίστοιχα βασίλειά τους |
- ο συγγραφέας αναφέρεται σε δύο τομείς της εθνικής ζωής ανασκοπώντας τα αντίστοιχα επιτεύγματα (Peponis)
[fr kath αντίστοιχος ← K, AG]
- ① arranged in opposite rows: