Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίστιξη η [andístiksi] Ο33 : (μουσ.) ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται με αρμονικό τρόπο πολλές μελωδίες· κοντραπούντο. || (επέκτ.) στη λογοτεχνία ή στις καλές τέχνες, εναλλαγή διαφορετικών θεμάτων σε μια αρμονική σύνθεση.
[λόγ. αντι- + στίξις (-σις > -ση) μτφρδ. ιταλ. contrap punto ή μέσω του γαλλ. contrepoint]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστιξη [andístiksi] η, gen αντιστίξεως, pl αντιστίξεις
- ① mus counterpoint (syn αντιστικτική, κοντραπούντο):
- οι νόμοι της αντιστίξεως |
- η ~ είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φούγκας |
- η ~ προβάλλει ταυτόχρονα αντίθετες μελωδίες με τρόπο αρμονικό
- ② fig antithesis, opposition, counterpoint:
- οι αντιστίξεις στην ποίηση του A. Mπάρα |
- διαλεκτική ~ |
- το όνομα του ήρωα (sc του Oδυσσέα) ακούγεται για πρώτη φορά στο στίχο 21, σε ~ με το όνομα του Ποσειδώνα (Maronitis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντίστιξις, transl of It contrappunto]
- ① mus counterpoint (syn αντιστικτική, κοντραπούντο):