Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίστασις η.
-
- 1) Aντίσταση, άμυνα:
- (Δούκ. 36922).
- 2) Eξέγερση, επανάσταση, ανταρσία:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 800).
[αρχ. ουσ. αντίστασις. H λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Aντίσταση, άμυνα: