Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίσκηνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίσκηνο το [andískino] Ο41 : μικρή, ελαφριά σκηνή που στηρίζεται σε πασσάλους: Aτομικά αντίσκηνα.

[λόγ. αντι- σκην(ή) -ον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίσκηνο [andíscino] το,
  • ① one of the halves of a two-man shelter tent, shelter-half:
    • σκέπασαν τα ορύγματα με ~ |
    • του έριξε στην πλάτη ένα κομμάτι ~ |
    • τράβηξε τ' ~ που έκλεινε την έμπαση (Myriv)
  • ② shelter tent, tent:
    • στήσαμε ~ |
    • μέναμε δυο-δυο, τρεις-τρεις στ' αντίσκηνα |
    • όσοι διαθέτουν αντίσκηνα ή τροχόσπιτα μπορούν άνετα να διανυκτερεύσουν στο κάμπιγκ

[fr kath (neol) αντίσκηνον, substantiv. n of adj αντίσκηνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες