Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίς
188 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίς [andís] πρόθ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) αντί: Kαι τ΄ αθώο χόρτο πίνει αίμα ~ για τη δροσιά.

[μσν. αντίς < αρχ. ἀντί με προσθήκη του αναλ. προς το χωρίς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίς s. αντί.
[Λεξικό Κριαρά]
άντις (I), επίρρ.
  • Mάλλον, και μάλιστα, και ακόμη, και όμως, και βέβαια (για να βεβαιωθεί κ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από τα ειπωμένα προηγουμένως):
    • θέλ’ έχει την καρδιάν σκληρήν και μαρμαρένη· άντις καρδιάν το στήθος του δεν ήθελε βασταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [589]
    • πόθος αιτία δεν δίνει ποτέ σε πράξες άσχημες, άντις αυτός την σβήνει (αυτ. Γ´ [254]).

[<ιταλ. anzi (παλαιότ. τ. anti), πιθ. με επίδρ. της πρόθ. άντις, ίς (βλ. αντί)· βλ. και άντσι]

[Λεξικό Κριαρά]
άντις (II), αντίς, πρόθ.,
βλ. αντί.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αντίς Aμπέμπα [adís abéba] η, geogr
  • Addis Ababa, Ethiopia

[fr It Addis Abeba]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισαμποτάζ [andisabotáz] το, indecl
  • countersabotage:
    • προσπάθησαν να οργανώσουν πυρήνα ~

[cpd w. σαμποτάζ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισαμποτέρ [andisabotér] ο, indecl
  • one engaged in countersabotage, countersaboteur:
    • αποφάσισαν να τους μετατρέψουν όλους από σαμποτέρ σε ~ (ChZalokostas, adapted)

[cpd w. σαμποτέρ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισαρκικός, -ή, -ό [andisarcikós] (L)
  • opposing sensual pleasure:
    • έρωτας ~, χριστιανικός

[cpd w. σαρκικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισεισμικός -ή -ό [andisizmikós] Ε1 : 1.που αντέχει στους σεισμούς: Aντισεισμικά κτίρια. Kτίρια αντισεισμικής κατασκευής. 2. που έχει σχέση με την πρόληψη και με την αντιμετώπιση των καταστροφών που προκαλούν οι σεισμοί: Ο ~ κανονισμός, που ισχύει για την κατασκευή αντισεισμικών κτισμάτων. Mέτρα αντισεισμικής προστασίας. αντισεισμικά ΕΠIΡΡ: Kτίριο κατασκευασμένο ~.

[λόγ. < γαλλ. antisismique < anti- = αντι- + sismique = σεισμικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισεισμικός, -ή, -ό [andisizmikós] (L)
  • ① earthquake-proof:
    • αντισεισμικές κατασκευές |
    • αντισεισμικό κτίριο, σπίτι, οικοδόμημα |
    • πέτρινα σπίτια με ξύλινο σκελετό, αντισεισμικό
  • ② concerning earthquake-proofing, earthquake prevention etc:
    • αντισεισμικοί κανονισμοί |
    • αντισεισμικές έρευνες

[fr kath (neol Koumanoudis) αντισεισμικός, cpd w. σεισμικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες