Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίρρηση η [andírisi] Ο33 : έκφραση αντίθετης ή διαφορετικής γνώμης: H πρότασή του συνάντησε τις έντονες αντιρρήσεις των συνεταίρων του. Είναι γνωστές οι αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης στην οικονομική πολιτική. Δε συμφωνώ, έχω σοβαρές αντιρρήσεις. Aν δεν έχεις ~, μπορείς να αναλάβεις εσύ την έρευνα. Δε θα είχα ~ να κάνουμε έναν περίπατο, θα ήθελα. Όλο αντιρρήσεις είναι, αντιλογίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίρρη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίρρηση [andírisi] η, pl αντιρρήσεις οι, (L)
- adverse reason or argument, objection:
- η λογική δεν επιτρέπει ~ |
- όχι αντιρρήσεις no buts |
- χιμαιρικές αντιρρήσεις |
- δεν έχω ~ να βοηθήσω |
- έχεις καμία ~; |
- δεν πρόβαλε άλλη ~ |
- ~ συνειδήσεως conscientious objection |
- εξέφρασε βασικές επιφυλάξεις κι αντιρρήσεις |
- η μητέρα δεν μου έφερνε ~σε τίποτα |
- όλοι θα έχουν την ευκαιρία να κρίνουν τα κυβερνητικά μέτρα και να διατυπώσουν τις αντιρρήσειςτους (Papanoutsos) |
- πολεμώ για να 'χω το δικαίωμα να φωνάζω τις αντιρρήσεις μου γι' αυτά που κάνουν όσοι είναι πιο πάνω από μένα (TAthanasiadis)
[fr kath αντίρρησις ← PatrG, K (pap)]
- adverse reason or argument, objection: