Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίποινα τα [andípina] Ο40 : βλαβερή ενέργεια που γίνεται σε βάρος κάποιου με σκοπό την εκδίκηση ή γενικά την αντιμετώπιση αντίστοιχης ενέργειάς του· (πρβ. αντίμετρο): Οι Γερμανοί τουφέκισαν δέκα Έλληνες ως ~ για το φόνο ενός Γερμανού. Προβαίνω σε / επιβάλλω ~. Aπειλώ με ~. || (προφ.): Kάνω ~. Kάνει ~ στον άντρα της, γιατί πηγαίνει με άλλες γυναίκες.
[λόγ. < αρχ. τά ἀντίποινα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίποινα [andípina] τα, gen αντιποίνων (L)
- retaliatory measures, reprisals, retaliation:
- σκληρά ~ |
- τα ~ του εχθρού |
- στρατηγική των αντιποίνων |
- εκστρατεία αντιποίνων |
- δεν θα εφαρμοστούν ~ |
- οι ναυτεργάτες θέλησαν να κηρύξουν απεργία σε ~ |
- ως ~ οι Iταλοί εξετέλεσαν τριάντα αθώους πολίτες |
- ο φόβος των αντιποίνων βαστά την ειρήνη του κόσμου (Evelpidis) |
- ο βομβαρδισμός της πόλης έγινε γι' ~ ενός εγκλήματος που είχε διαπράξει ο ίδιος ο εχθρός (Terzakis, adapted) |
- το γδικιωμό στον πόλεμο τον λένε με μια λέξη που μοσκοβολά από δικαιοσύνη |
- "~" (Myriv)
- ⓐ intern law lawful reprisal, retortion:
- το κράτος θα ασκήσει ~ εναντίον των υπηκόων της εχθρικής δυνάμεως που κατοικούν στο έδαφός του
[fr kath αντίποινα ← K, AG]
- retaliatory measures, reprisals, retaliation: