Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίπαπας ο [andípapas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : πάπας που θεωρείται από την καθολική εκκλησία ότι εκλέχτηκε αντικανονικά και γι΄ αυτό δεν αναγνωρίζεται από αυτήν.
[λόγ. < ιταλ. antipapa -ς ( [-pápa] ) με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίπαπας [andípapas] ο, (& αντιπάπας) (L)
- irregularly elected pope, antipope:
- η καθολική εκκλησία δεν αναγνωρίζει έναν αντιπάπα |
- ο Πέτρος Φιλάγρης πρέπει να θεωρηθεί με βεβαιότητα πως ήταν ~ (15ο αιώνα) (Kanellop)
[cpd w. Πάπας]
- irregularly elected pope, antipope: