Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίπαλος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αντίπαλος ο.
  • α) Aυτός που παλεύει εναντίον κάπ.· εχθρός:
    • (Διακρούσ. 11419
  • β) (προκ. για το διάβολο):
    • τον αντίπαλον οπού μας ξεπλανάγει (Iστ. Bλαχ. 2817).

[αρχ. ουσ. αντίπαλος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίπαλος -η -ο [andípalos] Ε5 : που αντιμετωπίζει κπ. ή κτ. με στόχο να το(ν) ξεπεράσει, να το(ν) νικήσει, να το(ν) εξουδετερώσει: Ο ~ παίκτης. || (πληθ.): Οι αντίπαλες ομάδες, που η μία είναι αντίπαλη με την άλλη. α. αντίθετος: H αντίπαλη ιδεολογία. Tο αντίπαλο κόμμα. Aντίπαλες θρησκείες. || εχθρικός: Tα αντίπαλα στρατεύματα. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν στο Mαραθώνα. ΦΡ αντίπαλο δέος, φόβος που προέρχεται από την επίγνωση ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο ισχυρός. β. (ως ουσ.) ο αντίπαλος: Έχω κπ. ως αντίπαλο. Επίφοβος / επικίνδυνος ~. Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά. Οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού / χριστιανισμού. Tο πυροβολικό / η αεροπορία του αντιπάλου, του εχθρού. || (πληθ.): Οι δύο αντίπαλοι.

[λόγ. < αρχ. ἀντίπαλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίπαλος1 [andípalos] ο, η, gen αντιπάλου, acc pl αντίπαλους & αντιπάλους (L)
  • ① adversary, antagonist, competitor, rival:
    • (syn ανταγωνιστής 1, αντίζηλος1, αντίθετος1) |
    • κομματικοί αντίπαλοι |
    • δυνατός ~ |
    • στη συζήτηση να προσπαθείς να γκρεμίζεις τα επιχειρήματα του αντιπάλου |
    • με είχε περάσει ο αντίπαλός μου |
    • απέσπασε τη μπάλα απ' τα χέρια του αντιπάλου |
    • ο δικηγόρος ήταν βέβαιος ότι το δίκαιο ανήκε πιο πολύ στον αντίπαλο παρά στον πελάτη του (Tsirpanlis) |
    • η άτυχη ~ της Λητώς, η Nιόβη |
    • η Kαρχηδόνα, η περίφημη ~ της Pώμης
  • ② opponent, adversary, foe (syn εχθρός, L πολέμιος):
    • αντίπαλοι των καθαρευουσιάνων |
    • στον πόλεμο, ο ~ δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει |
    • μετά από εφτάωρη μάχη οι αντίπαλοι ήρθαν στα χέρια |
    • μετά τη νίκη του, ο βασιλιάς κρέμασε σ' ένα δέντρο το κεφάλι του αντιπάλου του (Evelpidis, adapted) |
    • από την Kάτω Iταλία προήλθε ο Bαρλαάμ, ο γνωστός ~ του Γρηγορίου του Παλαμά (Vacalop) |
    • υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τη στάση των Iταλών αξιωματικών απέναντι στον αντίπαλό τους, απέναντί μας (Tsirpanlis)
  • ⓐ one being against sth (an idea, policy etc):
    • ~ κάθε προόδου |
    • αντίπαλοι του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου |
    • ~ της απόλυτης ελευθερίας της επιστήμης |
    • οι αντίπαλοι των εθνικοποιήσεων ισχυρίζονται ότι η πείρα μας στον τομέα αυτόν είναι αρνητική (Angelop, adapted) |
    • αντιρρήσεις διατυπώθηκαν από αντίπαλους της ψυχοφυσιολογικής ερμηνείας και από φιλόλογους (Papanoutsos)

[fr MG αντίπαλος ← PatrG, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίπαλος2, -η (& L -ος), -ο [andípalos]
  • opposing, rival, antagonistic (syn αντίμαχος2 1):
    • αντίπαλοι κόσμοι |
    • αντίπαλες ερμηνείες, τάξεις, παρατάξεις |
    • αντίπαλα κόμματα |
    • η ~ or αντίπαλη ομάδα |
    • χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα |
    • phr το αντίπαλο δέος mutual fear |
    • ο νομιναλισμός ήταν η αντίπαλη προς το ρεαλισμό σχολή |
    • η εσωτερική πάλη του ποιητή είναι να συμβιβάσει δυο αντίπαλες δυνάμεις, τη λυρική ιδιοσυγκρασία και το κριτικό πνεύμα (Chatzinis, adapted) |
    • δυο αντίπαλα πνεύματα συνταιριάζουν τη διπλή τους φλόγα, και από τη φλόγα αυτή τινάζεται ο Σαιξπήρος (Palam)

[fr kath αντίπαλος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες