Παράλληλη αναζήτηση
30 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίο [adío] επιφ. : 1.αποχαιρετιστήρια προσφώνηση που λέγεται ιδίως από εκείνον που φεύγει: ~ και καλή αντάμωση. ~ σας. || (ως ουσ.) το αντίο: Συνταντήθηκαν για να πουν ένα τελευταίο ~. 2. (προφ., μτφ.) για κτ. που χάνεται, τελειώνει κτλ. οριστικά: Mε το γάμο ~ ξεγνοιασιά. Mε τις αυξήσεις των καυσίμων ~ αυτοκίνητο.
[ιταλ. addio]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίο1 [adío & andío] adv
- good-bye, farewell (used to or by s.o. departing):
- ~ μάνα· - στο καλό, παιδί μου |
- ~ σας |
- ~ Nάπολη, ~ Pώμη |
- ~ για πάντα |
- poem ποια άρρωστη φωνή μες στη νυχτιά | λέει ~; (Dimakis)
- ⓐ good-bye, farewell (used by s.o. departing fr a way of life etc):
- ~ νεότης! |
- για όσους τραβήξουνε το λαχνό του χάρου, ~ βάσανα, ~ ζωή (ADoxas) |
- από τότε, ~ χρυσό κοντογούνι και φέσι κατακόκκινο (Palam)
- ⓑ good-bye (used when resigning o.s. to the loss of sth):
- ~ διακοπές you can kiss your vacation good-bye |
- αν το 'λεγε στους Π., θα κολλούσαν κι αυτοί, και τότε ~ ησυχία (Karagatsis) |
- ζητεί να παραβιάσει ένα άσυλο |
- ~ ελευθερία του ατόμου (Athanasiadis-N) |
- αν ο φιλόσοφος ειδικευθεί, θα τον παρασύρει η λεπτομερειακή έρευνα, κι ~ φιλοσοφία (Lambridi)
[fr Ven adio]
- good-bye, farewell (used to or by s.o. departing):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίο2 [adío] το,
- good-bye, farewell (near-syn αποχαιρετισμός):
- το τελευταίο ~ |
- poem κι ούτε να στείλουν γνώριζαν του χωρισμού το ~ (Dimakis) |
- της μοίρας μου ήταν σαρκασμός και της ζωής το ~ (Zevgoli)
[substantiv. of n αντίο1]
- good-bye, farewell (near-syn αποχαιρετισμός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοθωνικός, -ή, -ό [andioθonikós] (L) hist
- being against king Otho of Greece [1832-1862] (ant οθωνικός):
- αντιοθωνική ανταρσία, στάση |
- αντιοθωνικοί καθηγητές |
- η αντιοθωνική αντίδραση φουντώνει κάθε μέρα και παραπάνω (Petsalis)
[fr kath (neol) αντιοθωνικός, cpd w. οθωνικός]
- being against king Otho of Greece [1832-1862] (ant οθωνικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοθωνιστής [andioθonistís] ο, (L) hist
- one who opposed king Otho of Greece (ant οθωνιστής):
- φλογερός ~ |
- ο πατέρας είναι φυλακή μαζί με άλλους αντιοθωνιστές (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιοθωνιστής, cpd w. οθωνιστής]
- one who opposed king Otho of Greece (ant οθωνιστής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοικονομικά [andiikonomiká] adv (L)
- ① in a manner detrimental to the economy:
- ο εθνικός μηχανισμός λειτουργεί ~ και αντικοινωνικά (Angelop)
- ② uneconomically (ant οικονομικά):
- η εκμετάλλευση της γης γινόταν ~ (id.)
[der of αντιοικονομικός]
- ① in a manner detrimental to the economy:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιοικονομικός -ή -ό [andiikonomikós] Ε1 : που δεν είναι οικονομικός, που δημιουργεί μεγάλα έξοδα: Tο ιδιωτικό αυτοκίνητο ως μεταφορικό μέσο είναι αντιοικονομικό.
αντιοικονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + οικονομικός μτφρδ. αγγλ. uneconomic (economic = οικονομικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοικονομικός, -ή, -ό [andiikonomikós] (L)
- ① detrimental to the economy:
- αντιοικονομικό μέτρο |
- η αντιοικονομική διάρθρωση της φορολογίας |
- οι αντιοικονομικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις της οικονομίας |
- οι αντιπαραγωγικές δαπάνες είναι κοινωνικά αντιοικονομικές και ασύμφορες (Zachareas)
- ② uneconomical:
- αντιοικονομικό πλοίο, σκάφος |
- αντιοικονομική επιχείρηση, παραγωγή |
- αντιοικονομική εκμετάλλευση των αλιευτικών πεδίων |
- η πατριαρχική οικογένεια κατάντησε αντιοικονομική με τις βιοτικές συνθήκες και την προοδευτική φορολογία (Evelpidis) |
- η πυρηνική μονάδα θα είναι αντιοικονομική γιατί θα είναι μικρή και δεν θα εργάζεται όλο το εικοσιτετράωρο (Angelop) |
- ο απηχητικός τρόπος έκφρασης είναι πλάγιος, έμμεσος, περιφραστικός, με μια λέξη |
- ~(Stathis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιοικονομικός, cpd w. οικονομικός]
- ① detrimental to the economy:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοικονομικότητα [andiikonomikótita] η, (L)
- uneconomicalness:
- η ~ των επιχειρήσεων |
- βρέθηκε τρόπος αντιμετώπισης της αντιοικονομικότητας των ειδικών σκαφών για την καταπολέμηση των πετρελαιοκηλίδων
[fr kath (neol) αντιοικονομικότης, cpd w. οικονομικότης]
- uneconomicalness:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιολισθητικός -ή -ό [andiolisθitikós] Ε1 : που προστατεύει από το γλίστρημα: ~ τάπητας. Aντιολισθητικές αλυσίδες, που τοποθετούνται στα λάστιχα του αυτοκινήτου για να εμποδίζουν το γλίστρημα σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο: Λόγω των χιονοπτώσεων τα αυτοκίνητα στο επαρχιακό δίκτυο του νομού κινούνται μόνο με αντιολισθητικές αλυσίδες.
[λόγ. αντι- + ολισθητικός μτφρδ. γαλλ. antidérapant ή αγγλ. antiskid (anti- = αντι-)]