Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίξοος -η -ο [andíksoos] Ε5 : που δημιουργεί δυσκολίες και προβλήματα καθώς δεν είναι ο επιθυμητός: Aντίξοες περιστάσεις / καιρικές συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. ἀντίξοος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίξοος, -η, -ο [andíksoos] (L)
- adverse, unfavorable, hostile:
- αντίξοες περιστάσεις, συνθήκες |
- η αντίξοη ροή των πραγμάτων του κόσμου |
- η μοίρα του στάθηκε αντίξοη fate was against him |
- ο κόσμος είναι τραγικός όταν γίνεται κονίστρα ηθικών αγώνων αντίξοων (Tsatsos) |
- το Bυζάντιο διαφύλαξε τη δάδα της Eλλάδας από αντίξοους ανέμους (Tatakis) |
- η ελευθερία αντιστέκεται σα βράχος στ' αντίξοα, τ' ακάθαρτα κύματα (Michelis) |
- η ζοφερή πλευρά του ανθρώπινου βίου είναι αντίξοη προς την αίσια μεγαλοσύνη της ανθρώπινης ελευθερίας (Despotop)
[fr kath αντίξοος ← K, AG]
- adverse, unfavorable, hostile: