Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίμαχος, επίθ.
-
- Eχθρικός:
- πάσαν αντίμαχον εν τοις τοίχοις παράταξιν (Δούκ. 3319).
- Tο ουδ. ως ουσ. = προμαχώνας, οχύρωμα:
- (αυτ. 2336).
[μτγν. επίθ. αντίμαχος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Eχθρικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίμαχος -η -ο [andímaxos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που αντιμάχεται κπ. ή κτ. άλλο. || (ως ουσ.) ο αντίμαχος, ο αντίπαλος, ο εχθρός.
[ελνστ. ἀντίμαχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίμαχος1 [andímaxos] ο, (L)
- opponent, adversary (syn ο αντίπαλος, ο αντιμαχόμενος):
- οι αντίμαχοι του ψυχαρισμού |
- οι δύο Pωμαίοι αντίμαχοι, ο Aντώνιος και ο Oκτάβιος |
- ο Σωκράτης ήταν ο κύριος ~ των σοφιστών |
- ο αδιάντροπος δαίμονας μέσα μου άρχισε ευτύς ν' αυθαδιάζει με τον προαιώνιο αντίμαχό του, το θεό (Kazantz) |
- ο αθλητής στρώνει με μόνο το δεξί στον άμμο της παλαίστρας τους αντίμαχους (Gryparis) |
- ο εξωτερικός κόσμος στεκόταν σαν ~ μπροστά του, γεμάτος ανταρσία και γοητεία (TAthanasiadis) |
- poem στην πλάνη ομπρός γυμνός εστάθη ~ (Sikel) |
- κι ο Γολιάθ ..| .. μένει | στη θέση του και τον ξαρμάτωτο | αντίμαχό του περιμένει (Skipis)
- ⓐ enemy, foe (syn εχθρός):
- οι Bενετσιάνοι θέλησαν να ενώσουν τις δυο θάλασσες μ' ένα χαντάκι που δύσκολα θα το περνούσε ο ~ (Panagiotop) |
- παρουσιάστηκε ο Aχιλλέας και με τις φωνές του φόβισε τους αντίμαχους (Kakridis) |
- σήμερα αύριο θα φανεί ο ~ με τα καράβια του, τούρκος για βενετσάνος (Petsalis) |
- poem .. τι έτρεμε στα πόδια μην το βάλουν | οι Aργίτες, κ' έτσι στους αντίμαχους για κούρσο τον αφήσουν (Homer Il 17.667 Kaz-Kakr)
[fr MG αντίμαχος, substantiv. m of αντίμαχος2]
- opponent, adversary (syn ο αντίπαλος, ο αντιμαχόμενος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίμαχος2, -η, -ο [andímaxos] (L)
- ① opposing, antagonistic, rival (syn αντίπαλος):
- αντίμαχη ομάδα |
- αντίμαχες παρατάξεις, φυλές |
- αντίμαχες επιδράσεις, ορμές, τάσεις |
- αντίμαχα μέρη, στρατόπεδα |
- αντίμαχα ασκέρια |
- βρέθηκαν αντίμαχοι |
- η ταύτιση δύο αντίμαχων κόσμων |
- οι δύο αντίμαχες όψεις της ιστορικής ζωής, ο παγανισμός και ο χριστιανισμός |
- όλες οι αντίμαχες δυνάμεις, ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, κινούνται στο ίδιο επίπεδο (Theotokas) |
- poem κι αλαργεμένα τα κρατά τα δυο λεβεντοβούνια | γιατ' είναι πάντα αντίμαχα κ' έχει έγνοια μην πιαστούνε (Palam) |
- .. το αγκάλιασμα ορμάει ..| θεριεύοντας στον έρωτα τ' αντίμαχα κορμιά (Sikel)
- ② contrary, opposed, adverse:
- ~ άνεμος |
- στα έργα του Nαμπόκοφ, ο άντρας βρίσκει αντίκρυ του μια ισχυρή αντίμαχη θέληση (Panagiotop) |
- poem το τραγούδι το δικό σας | μέσα στ' άλλα αταίριαστο κι αντίμαχο (Palam)
- ⓐ of the enemy, hostile (syn εχθρικός):
- αντίμαχα ταμπούρια |
- ~ θεός |
- ο άνθρωπος βρίσκεται αναγκασμένος ν' ασφαλίζει την προκοπή του μέσα σε μια φύση αντίμαχη (Panagiotop) |
- poem .. ο αρχοντογιός ..| με μάτι αντίμαχο θωράει το μέγα στόμα του γονιού του (Kazantz Od 2.18)
- ⓑ (w. σε, προς or gen) contrary to, opposed to, adverse to, in conflict with:
- φιλοσοφία αντίμαχη του καπιταλισμού |
- λόγοι αντίμαχοι στη θέλησή μου |
- η Γερμανία έμεινε χρόνια αντίμαχη στη Δύση |
- σε μοναχικές περιπτώσεις η καλή θέληση δείχνεται αντίμαχη του προσωπικού συμφέροντος (Panagiotop) |
- η ευκινησία του νου έρχεται αντίμαχη στον προγραμματισμό (Theodorakop) |
- οι αλογικές ορμές της ψυχής είναι συχνά αντίμαχες προς τη δύναμη της λογικής (Despotop)
- ③ conflicting, incompatible (syn in αντιμαχόμενος 1b):
- αντίμαχα καθήκοντα, συμφέροντα, φαινόμενα |
- αντίμαχες ροπές |
- η ελευθερία και η αναγκαιότητα δεν είναι αντίμαχες |
- συμβαίνει κάποτε αντίμαχα ιδανικά να δίνουν τα χέρια |
- η αρχιτεκτονική στην Aίγυπτο ικανοποιούσε τις πιο αντίμαχες ανάγκες (Panagiotop) |
- πασχίζουμε να εναρμονίσουμε στη συνείδησή μας τους αντίμαχους όγκους της συγκαιρινής μας πραγματικότητας (Theotokas) |
- είχαν υπηρετήσει κοντά στους πιο αντίμαχους κυρίους (TAthanasiadis)
[fr MG αντίμαχος ← LK (2nd c. AD)]
- ① opposing, antagonistic, rival (syn αντίπαλος):