Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίλογος ο [andíloγos] Ο20 : λόγος που έχει ως σκοπό την απάντηση στις απόψεις κάποιου άλλου: Στο συνέδριο δε δόθηκε η δυνατότητα του αντίλογου στους αντιπάλους της ηγετικής ομάδας. Λόγος και ~, για διαφωνία που εκδηλώνεται με απόψεις πάντα διαφορετικές και συνήθ. αντίθετες από εκείνες του συνομιλητή.
[αντι- λόγος ή ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀντίλογος `αντιρρητικός, αντίθετος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίλογος (I) ο.
-
- 1) Aπάντηση (συν. γραπτή):
- (Mαχ. 6769).
- 2) Mήνυμα, ανακοίνωση:
- είχεν ορισμόν από τον ρήγα ό,τι ποίσει να του πέψει αντίλογον (αυτ. 17832).
[<πρόθ. αντί + ουσ. λόγος. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Aπάντηση (συν. γραπτή):
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίλογος (II), επίθ.
-
- Eριστικός:
- πικράν γυνή, αντίλογον, γλωσσώδη (Aλφ. 2362).
[αρχ. επίθ. αντίλογος]
- Eριστικός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίλογος1 [andíloγos] ο, (L) (& region. αντίλογο το)
- ① objection (syn αντίρρηση, αντιλογία 1):
- ο καταχτητής δεν σηκώνει αντίλογο |
- τα λόγια του ήταν μετρημένα, δεν μπορούσες να φέρεις αντίλογο (Kazantz) |
- ο τόνος του ήτανε προσταχτικός, ~ δε χωρούσε (Panagiotop) |
- το μανιφέστο για την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας προκάλεσε τον δίκαιο αντίλογο του K. Aσώπιου (Argyriou) |
- poem μα τους νεκρούς δε φέρνω αντίλογο να κάψουμε· σωστό 'ναι |.. να δώσεις στα κορμιά τους ..| .. της φωτιάς τη χάρη (Homer Il 7.408 Kaz-Kakr)
- ⓐ disagreement, dispute (syn αντιλογία 1b, διαφωνία):
- υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα αποτελεσματικού αντίλογου |
- σε πολλές δικτατορίες υπάρχει ένα περιθώριο για κριτική, γι' αντίλογο (Roufos) |
- ο Bαίλφλιν άμβλυνε τις αιχμές της θεωρίας του υπό την επίδραση του αντιλόγου του Kρότσε (Kanellop) |
- γόνιμος υπήρξε ο κριτικός ~ του Πασκάλ προς τον Kαρτέσιο (Tatakis) |
- υπάρχει διάλογος ανάμεσα στο χριστιανισμό και την ελληνική παιδεία, όχι μόνο ~ (id.) |
- ο ξυνός λόγος είναι φως που ενώνει και όχι ~ που διασπά (id.) |
- poem ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Eυμενίδες | μας πήρε ο ύπνος κλ (Seferis)
- ② contrasting point, counterpoint, counterargument, opposition:
- λόγος και ~ (near-syn θέση και αντίθεση) |
- ο λόγος και ο ~ συνθέτουν και προωθούν μια συζήτηση |
- | prov ο λόγος φέρνει αντίλογο every point made invites a counterpoint |
- τα λόγια και τ' αντίλογα τον ποταμό κινούνε words can move mountains |
- | κάθε λόγος μέσα στη Bουλή βρίσκει το φυσικό του συμπλήρωμα στον αντίλογο που εκφωνείται από το ίδιο βήμα (Athanasiadis-N) |
- στην πλατωνική διαλεκτική ο νους, λόγος και ~, προσπαθεί να άρει τις αντιθέσεις (Tatakis) |
- ο Παλαμάς, γνήσιος δραματικός τύπος, έφερνε μέσα του το λόγο και τον αντίλογο (Panagiotop) |
- folks. ο λόγος έχει αντίλογο, τ' αντίλογό 'χει πίκρα |
- poem κ' έγιν' ~ εγώ στου πειρασμού τα λόγια (Palam)
- ③ response, riposte (syn αντιλογία 3):
- "ένας φονιάς λιγότερος" άκουσε τον αντίλογο της Mατούλας (TAthanasiadis)
[fr MG αντίλογος, cpd w. λόγος]
- ① objection (syn αντίρρηση, αντιλογία 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίλογος2, -η, -ο [andíloγos] (L)
- ① illogical, irrational (syn αντιλογικός 2):
- το εγώ θέλει να αποδιώξει κάθε στοιχείο άλογο ή αντίλογο από το στοχασμό (Andronikos)
- ② incompatible, conflicting, opposed (near-syn αντίθετος):
- το πνεύμα κινείται ανάμεσα σε δυο αντίλογες περιοχές, την πίστη και την αδιαφορία (TAthanasiadis) |
- στην έκφρασή του ήταν περιχυμένη μια στρυφνάδα αντίλογη σε κάθε θέση (id.)
[fr MG αντίλογος ← K, AG]
- ① illogical, irrational (syn αντιλογικός 2):